XII.

Φαντάζουμαι κάποτε τοὺς αὐριανοὺς ποιητὲς τῆς Ἑλλάδας πολὺ διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ποὺ γνωρίσατε ὣς σήμερα. Τοὺς φαντάζουμαι ρωμαλέα παιδιά, γυμνασμένα, μὲ ἐλεύθερες κινήσεις καὶ ζωηρὰ χρώματα. Δίνουν μάτς, ὁδηγοῦν φυσικὰ αὐτοκίνητο καὶ βρίσκουν πὼς 100 χιλιόμετρα τὴν ὥρα εἶναι μιὰ πολὺ φρόνιμη ταχύτητα, μερικοὶ ὁδηγοῦν καὶ ἀεροπλάνο. Ζοῦν τολμηρὰ γιατὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ μὴ χάσουν τὸν καιρό τους σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, νὰ γεμίσουν τὴν ὕπαρξή τους ὅσο μποροῦν περισσότερο, νὰ αἰσθανθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸ βαθύτερα. Βρίσκουν πολλὴ ὀμορφιὰ στὴ μεγάλη ὁρμὴ τοῦ αἰώνα τους κι ἀφοῦ βρίσκουν ὀμορφιά, νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς κάποτε θὰ βροῦν καὶ τέχνη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ προβλέψει σήμερα τί εἶδος τέχνη θὰ εἶναι; Θὰ εἶναι πάντως κάτι ἐντατικὸ καὶ βαθύ, μιὰ ἔξαρση γιὰ ζωντανούς.

XIII.

Δὲν αἰσθανόμαστε καθόλου τὴν ἀνάγκη νὰ συζητήσουμε τὸ ζήτημα ἂν ἡ ἐποχή μας ἔχει μπρὸς στὰ περασμένα τὴ φυσικὴ ὑπεροχὴ ποὺ ἔχει ἕνα ζωντανὸ νεανικὸ κορμὶ ἐμπρὸς στὶς κερένιες κοῦκλες καὶ τὰ μαρμάρινα ἀγάλματα.

XIV.

Ἕνα ἀεροπλάνο, στὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλλάδας, ἀπάνω ἀπὸ τὸν Παρθενώνα, ἀναδίνει μιὰ ἁρμονία καινούργια ποὺ δὲν τὴ συνέλαβε ἀκόμα κανείς. Ἡ λεωφόρος Συγγροῦ κυλᾶ μέρα καὶ νύχτα πρὸς τὴν ἀχτὴ τοῦ Φαλήρου τοὺς νεογέννητους καὶ ἀνέκφραστους ἀκόμα ρυθμοὺς ἑνὸς δυνατοῦ λυρισμοῦ ποὺ γυρεύει δυνατοὺς ποιητές. Μιὰ αἰσθητικὴ μορφώνεται αὐθόρμητα μέσ᾽ στὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε. Αὐτὸς ὁ «πεζὸς καὶ ὑλιστικὸς» αἰώνας κρύβει μέσ᾽ στὴν ἀνεξερεύνητη ψυχή του πολὺ περισσότερη ποίηση ἀπὸ ὅ,τι νομίζουν οἱ δάσκαλοί μας. Ἀλλὰ πρέπει κάποιος νὰ λάβει τὸν κόπο νὰ τὴν ἀνακαλύψει. Εἶναι ἡ ὥρα γιὰ τολμηροὺς σκαπανεῖς.