XIX.
Τὸ αἰσθανόμαστε βαθιὰ μόλις περάσουμε τὰ σύνορά μας πὼς δὲν ἀντιπροσωπεύουμε τίποτα, πὼς κανεὶς δὲ μᾶς λογαριάζει στὰ σοβαρά, πὼς δὲν μποροῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὴ θέση ποὺ κρατοῦμε στὴν Εὐρώπη, πὼς εἴμαστε στὰ μάτια τῶν ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζῆδες καὶ μικρομπακάληδες καὶ τίποτα περισσότερο.
XX.
Κανεὶς δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς μας νὰ γράψουν τὸ Χάμλετ ἢ τοὺς Καραμάζωφ, μὰ σ᾽αὐτὴν τὴ χώρα τῆς προχειρολογίας καὶ τῆς εὔκολης ἐργασίας εἶναι ἀπαραίτητο νὰ βρίσκεται κάποιος ποὺ νὰ λέει κάθε μέρα στοὺς νέους ὅτι ἡ τέχνη εἶναι μιὰ ὑπόθεση μεγάλη καὶ δύσκολη.
XXI.
Ὅσοι γράφουν για τὴν Ἀθήνα τὴν ἐλεεινολογοῦν ἢ κλαυθμηρίζουν νοσταλγώντας τὴ μικρὴ ἤρεμη πρωτεύουσα τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ. Πειράζει τὰ ἀδύνατα νεῦρα τους αὐτὸ τὸ πανδαιμόνιο τῶν συνοικιῶν ποὺ γκρεμίζουνται καὶ τῶν συνοικιῶν ποὺ χτίζουνται, τῶν δρόμων ποὺ σκάβουνται, τῶν τουνελιῶν ποὺ ἀνοίγουνται, τῶν βρώμικων προσφυγικῶν πόλεων, τῶν ἀεροπλοίων, τῶν χιλιάδων αὐτοκινήτων, τῶν μεγάλων ἀνθρώπινων μαζῶν. Τοὺς ζαλίζουν τὰ πρῶτα βήματα, τὰ ἄταχτα μὰ τολμηρά, τῆς αὐριανῆς πρωτεύουσας τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου.