XXX.

Θὰ ἀπαντήσουμε πὼς δόξα τῷ Θεῷ οἱ φρόνιμοι νέοι δὲ λείπουν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ Κράτους καὶ τοῦ πνεύματος θὰ βροῦν τριγύρω τους στρατιὲς ἀπὸ καλὰ παιδιὰ τέτοια ποὺ τὰ θέλουν, καὶ δὲν ἔχουν παρὰ νὰ λάβουν τὸν κόπο νὰ διαλέξουν τοὺς πιὸ φρόνιμους ἀνάμεσα στοὺς φρόνιμους γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευθοῦν τοὺς γυαλιστεροὺς τίτλους καὶ τὶς πολύτιμες θέσεις. Δὲ θὰ ἀφήσουμε ὅμως τὴ νοικοκυροσύνη νὰ καταχτήσει ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ νιότη. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ποὺ διευθύνουν χρειάζονται πολλοὺς νοικοκυραίους ἐμεῖς χρειαζόμαστε μερικὲς ταραγμένες ψυχές. Μὰ τὴν ἀλήθεια, δὲ βλέπουμε σὲ τί θὰ χρησιμεύει αὐτὸς ὁ τόπος, ἂν πρόκειται νὰ σβήσουν ὁλότελα τὸ θεῖον πῦρ.

XXXI.

Ἡ ἔλλειψη πίστης στὴ ζωὴ χαραχτηρίζει σχεδὸν ὁλόκληρη τὴ νεανικὴ ποίηση τῶν τελευταίων εἴκοσι ἐτῶν, ἐκφρασμένη ἄλλοτε ὡς ἀπελπιστικὴ νοσταλγία, ἄλλοτε ὡς ἀπογοήτευση ἀποτυχημένων ὑπάρξεων, ἄλλοτε ὡς δειλία, ἄλλοτε ὡς ἥττα.

XXXII.

Ἡ νιότη εἶναι τὸ κυριώτερο χαρακτηριστικὸ τῆς Ἀθήνας, ἡ πρώτη ἐντύπωση ποὺ ἐπιβάλλεται στὸν ταξιδιώτη μόλις ἀντικρύσει τὴ λευκὴ πολιτεία.