Μά, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς: «ἂν σὲ παρακαλέση κάποιος νὰ πᾶς ἕνα μίλι, πήγαινε δύο», ἀλλὰ λέει: «ἂν σὲ ἀγγαρέψη ἕνα μίλι, πήγαινε δύο» . Ἢ δὲν λέει: «ἂν σοῦ ζητήση τὸν χιτώνα, δῶσε καὶ τὸ ἱμάτιο», ἀλλὰ «ἂν σοῦ ἀφαιρέση τὸν χιτώνα, δῶσε καὶ τὸ ἱμάτιο» .

Νὰ τὸ λέη ὁ Χριστὸς αὐτὸ καὶ ὁ ἄλλος, ἐνῶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πνευματικὸ ἄνθρωπο, νὰ λέη: «Ἐγὼ ἔφερα τὰ δικά μου, καὶ αὐτὸς νὰ πάη τὰ δικά του»; Εἶναι σὰν νὰ λέη δηλαδή: «κορόιδο εἶμαι νὰ μοῦ ζητήση ἕνα μίλι καὶ νὰ πάω δύο;».

Ἔμ, πῶς θὰ πλησιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο; Ἐνῶ, ὅταν κανεὶς ἐφαρμόζη τὸ γραφικὸ χωρίο καί, ἅμα τὸν ἀγγαρεύουν ἕνα μίλι, πηγαίνη πιὸ πέρα, μετὰ ἐργάζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἀλλοιώνεται πνευματικὰ ὁ ἄλλος ποὺ τὸν ἀγγάρεψε καὶ προβληματίζεται: «Βρέ, κοίταξε, λέει, ἐγὼ τὸν ἀγγάρεψα ἕνα μίλι καὶ αὐτὸς πῆγε πιὸ πέρα! Τόση καλωσύνη!».