Πῶς νὰ χωρέση ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στὴν πνευματικὴ ζωή; Καὶ στὴν κοσμικὴ ζωὴ δὲν βγαίνεις πέρα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, πόσο μᾶλλον στὴν πνευματική. Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, ὅλοι κοίταζαν πῶς νὰ κάνουν κάποια θυσία. Στὴν δουλειά, στὸ φαγητό, σὲ ὅλα ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ πνεῦμα: Σκέφτονταν πρῶτα τὸν ἄλλον, καὶ γι᾿ αὐτὸ ζοῦσαν τὸν Παράδεισο.

Ἦταν κάποιος λ.χ. στὴν τράπεζα; Κοιτοῦσε νὰ φάη αὐτὸς λιγώτερο, γιὰ νὰ μείνη τὸ περισσότερο γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ ἀδύνατος νὰ ἦταν ὁ ἴδιος, δὲν τὸ λάμβανε ὑπ᾿ ὄψιν. Οὔτε ἐξέταζε τί ἦταν ὁ ἄλλος. Ἔκανε θυσία. Οὔτε ἔβαζε τὴν κρίση του νὰ πῆ: «Θὰ τοῦ κάνη κακό, ἂν φάη περισσότερο»…

Μόνον ὁ κόπος τῶν ζώων πάει χαμένος. Καὶ αὐτὰ τὰ καημένα, παρόλο ποὺ ἐξ αἰτίας μας ταλαιπωροῦνται – μετὰ τὴν παράβαση τῶν Πρωτοπλάστων ἡ φύση συστενάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο –, θυσιάζονται γιὰ μᾶς!

Εἶναι φοβερό! Βλέπετε, τὰ ἄγρια ζῶα, ὅταν τραυματίζωνται ἀπὸ τοὺς κυνηγούς, τί τραβᾶνε! Σακατεμένα, μὲ σπασμένα πόδια, νὰ μὴν μποροῦν νὰ τρέξουν, νὰ τὰ ξεκοιλιάζουν τὰ μεγάλα ζῶα, νὰ τὰ τρῶνε, καὶ νὰ μὴν ἔχουν καμμιὰ ἀνταμοιβή!