Πῶς νὰ νιώσουν ὕστερα κάτι τὸ πνευματικό; Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ δώσουν ἕνα σπίτι εὐλογία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἂν τοὺς χρωστάη κάποιος ἕνα νοίκι, νὰ τοῦ κάνουν μήνυση. Πῶς τὸ ἐξηγεῖτε αὐτό;… Ἀπὸ τὴν μιὰ δίνουν σὲ κάποιον ἑκατὸ χιλιάδες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κάνουν παζάρια στὸν ταξιτζῆ καὶ τὸν πᾶνε στὴν ἀστυνομία τουρισμοῦ γιὰ χίλιες δραχμές. Πῶς τὸ ἐξηγεῖτε;

Δίνουν τὰ πολλὰ μὲ ὑπερηφάνεια· τὸ κάνουν γιὰ νὰ δοξασθοῦν οἱ ἴδιοι, ὄχι εἰς δόξαν Θεοῦ. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ ὅλα νὰ τὰ δώσουν, ἀγάπη ὅμως δὲν ἔχουν.

Σήμερα ὑπάρχει ἕνα λανθασμένο πνεῦμα. Ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ζητοῦν μιὰ νομικὴ δικαιοσύνη καὶ λένε ὅτι πιστεύουν καὶ στὸν Θεό! «Τὸ δίκιο σου, τὸ δίκιο μου». Αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς λογικῆς, τῆς παράξενης λογικῆς, νὰ μὴν ὑπῆρχε!

«Νὰ μὴ μὲ περνοῦν κορόιδο», λένε… Εἶπα σὲ ἕναν ποὺ ἤθελε νὰ πάη στὸ δικαστήριο κάποιον ποὺ τοῦ χρωστοῦσε χρήματα: «Ἔχεις ἀνάγκη; Ἔχεις περισσότερα παιδιά; Μήπως σὲ βάζει ἡ γυναίκα σου καὶ βρίσκεσαι σὲ δύσκολη θέση;». «Ὄχι, λέει, τὸ κάνω, γιὰ νὰ βρῶ τὸ δίκιο μου».