Ἔχουν κάνει ἕνα δικό τους κοσμικὸ εὐαγγέλιο, ἕνα εὐαγγέλιο στὰ μέτρα τους, καὶ σοῦ λένε: «Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἔχη τὴν ἀξιοπρέπειά του· δὲν πρέπει νὰ φανῆ, κατὰ κάποιον τρόπο, κορόιδο». Τὰ ἀντιμετωπίζουν δηλαδὴ ὅλα μὲ μιὰ κοσμικὴ λογικὴ καὶ δικαιοσύνη.

«Αὐτὸ τὸ δικαιοῦμαι, σοῦ λέει, δὲν τὸν ἀδικῶ· δὲν θέλω νὰ μὲ ἀδικῆ!». Νὰ ἔχη ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἀναπαυμένο τὸν λογισμό του ὅτι ἔχει δίκαιο. Καὶ βλέπεις σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο ὅλα τὰ δικαιώματα τὰ κοσμικά.

Φιλότιμο δὲν ἔχει, θυσία δὲν ἔχει, τίποτε δὲν ἔχει, δικό του εὐαγγέλιο ἔφτιαξε καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ συγγένεια μὲ τὸν Θεό. Ἔμ, πῶς θὰ τὸν ἐπισκιάση μετὰ ἡ θεία Χάρις;

Μά, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς: «ἂν σὲ παρακαλέση κάποιος νὰ πᾶς ἕνα μίλι, πήγαινε δύο», ἀλλὰ λέει: «ἂν σὲ ἀγγαρέψη ἕνα μίλι, πήγαινε δύο» . Ἢ δὲν λέει: «ἂν σοῦ ζητήση τὸν χιτώνα, δῶσε καὶ τὸ ἱμάτιο», ἀλλὰ «ἂν σοῦ ἀφαιρέση τὸν χιτώνα, δῶσε καὶ τὸ ἱμάτιο» .

Νὰ τὸ λέη ὁ Χριστὸς αὐτὸ καὶ ὁ ἄλλος, ἐνῶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πνευματικὸ ἄνθρωπο, νὰ λέη: «Ἐγὼ ἔφερα τὰ δικά μου, καὶ αὐτὸς νὰ πάη τὰ δικά του»; Εἶναι σὰν νὰ λέη δηλαδή: «κορόιδο εἶμαι νὰ μοῦ ζητήση ἕνα μίλι καὶ νὰ πάω δύο;».