Πῶς νὰ χωρέση ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στὴν πνευματικὴ ζωή; Καὶ στὴν κοσμικὴ ζωὴ δὲν βγαίνεις πέρα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, πόσο μᾶλλον στὴν πνευματική. Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, ὅλοι κοίταζαν πῶς νὰ κάνουν κάποια θυσία. Στὴν δουλειά, στὸ φαγητό, σὲ ὅλα ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ πνεῦμα: Σκέφτονταν πρῶτα τὸν ἄλλον, καὶ γι᾿ αὐτὸ ζοῦσαν τὸν Παράδεισο.
Ἦταν κάποιος λ.χ. στὴν τράπεζα; Κοιτοῦσε νὰ φάη αὐτὸς λιγώτερο, γιὰ νὰ μείνη τὸ περισσότερο γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ ἀδύνατος νὰ ἦταν ὁ ἴδιος, δὲν τὸ λάμβανε ὑπ᾿ ὄψιν. Οὔτε ἐξέταζε τί ἦταν ὁ ἄλλος. Ἔκανε θυσία. Οὔτε ἔβαζε τὴν κρίση του νὰ πῆ: «Θὰ τοῦ κάνη κακό, ἂν φάη περισσότερο»…