Δίκαιος κατὰ κόσμον εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κρίνει μὲ βάση τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο. Τὸ τέλειο ὅμως εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι δίκαιος ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀλλὰ μὲ τὴν θεία δικαιοσύνη, καὶ τότε τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός. Ὅταν στὶς ἐνέργειές μου δὲν βάζω ποτὲ τὸ ἐγὼ καὶ τὸ συμφέρον μου, ἐκβιάζω, μπορῶ νὰ πῶ, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ στείλη τὴν θεία Χάρη.

Ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ τέλεια, ἔχει πάντα ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Καὶ ὅσο ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, τὸ Πνεῦμα προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποβάλη ὡς ξένο σῶμα, καὶ ὁ ἄνθρωπος παλεύει μὲ ἀνεβοκατεβάσματα καὶ κουράζεται ψυχικά. Ὅταν ἀποκτήση τὴν θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἔρχεται τὸ λαμπικάρισμα καὶ ὁ θεῖος φωτισμός.