Ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ τέλεια, ἔχει πάντα ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Καὶ ὅσο ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, τὸ Πνεῦμα προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποβάλη ὡς ξένο σῶμα, καὶ ὁ ἄνθρωπος παλεύει μὲ ἀνεβοκατεβάσματα καὶ κουράζεται ψυχικά. Ὅταν ἀποκτήση τὴν θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἔρχεται τὸ λαμπικάρισμα καὶ ὁ θεῖος φωτισμός.

Γνώρισα κάποιον ποὺ ἐκκλησιαζόταν τακτικά, νήστευε κ.λπ. καὶ εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι ζοῦσε πνευματικά. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ εἶχε πέντε διαμερίσματα, δύο μισθούς, παιδιὰ δὲν εἶχε, δὲν ἔδινε δραχμὴ σὲ ἕναν φτωχό. «Καλά, τοῦ εἶπα, ἔχεις τόσους φτωχοὺς συγγενεῖς, γιατί δὲν τοὺς δίνεις κάτι; Τί θὰ τὰ κάνης; Δῶσε σὲ χῆρες, σὲ ὀρφανά». Καὶ ξέρετε τί μοῦ εἶπε; «Καλά, νὰ μὴν παίρνω ἐνοίκιο ἀπὸ τὴν χήρα ἀδελφή μου;». Ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι μου, ὅταν τὸ ἄκουσα. Νά, αὐτὴ εἶναι ἡ κοσμικὴ δικαιοσύνη!

«Ἀφοῦ δὲν εἶναι δικά μου τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ πεινάσουν, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, δὲν ἔχω εὐθύνη. Δὲν τὸν ἀδικῶ. Ἀλλοίμονο, ἐγὼ νὰ ἀδικήσω!», καὶ ἀναπαύουν τὸν λογισμό τους μὲ τὸν δικό τους τρόπο, ἀλλὰ ἀνάπαυση πραγματικὴ δὲν ἔχουν. Μὲ μιὰ ἀνθρώπινη λογική, μὲ μιὰ δικαιοσύνη κοσμική, ἀδιαφοροῦν μπροστὰ σὲ σοβαρὲς καταστάσεις.