Παραμερίζοντας προκαταλήψεις, ὑστεροβουλίες καὶ κάθε φόβο, ὥστε, ὅπως ἔλεγε ὁ Πλωτῖνος,[143] νὰ μὴ συνδοξάζω, νὰ μὴ σκέπτονται μαζί μου τὰ (ὅσα νομίζω ὡς) ἰδανικὰ ἢ συμφέροντα, ἡσυχάζω σὲ ὅ,τι ἀναζητῶ, ἐξαντλῶντας συνεχῶς, διαρκῶς καὶ ἔμπρακτα τὸ ἐρώτημα τί ἀκριβῶς σκέπτομαι, τὴν οὐσίαν ἑκάστου,[144] γιὰ ποιὸ λόγο σκέφτομαι — κυρίως: θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω χωρὶς νὰ σκεφτῶ; εἶναι ἡ σκέψη μου κάτι μέσα στὸ ὁποῖο νὰ μπορῶ νὰ ζήσω;

Σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια αὐτὰ γίνεται φανερὸ ὅτι σημαντικὴ σκέψη καὶ συζήτηση ἔχει μιὰ σπανιότητα. “Φιλομαθῆ ψυχή, ποὺ νὰ ζητάει μὲ ὅλη της τὴν δύναμη τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ γιατρέψει τὴν ἄγνοια, εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο νὰ συναντήσεις”, εἰδοποιοῦσε ὁ Βασίλειος,[145] καὶ ὁ Μανουὴλ Παλαιολόγος συμβούλευε τὸ παιδί του, ὅτι ἂν καὶ “μέτρο τῆς τροφῆς εἶναι ἡ ἀνάγκη καθενός, στὴν μάθηση χρειάζεται συνεχῶς τὸ περισσότερο … Συμφέρει νὰ μυηθεῖ ἡ ψυχὴ στὸ καλὸ μὲ κάποιο τρόπο ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα”.[146]

Καὶ ὅμως, ὅ,τι ἐνδιαφέρει τόσο λίγους, εἶναι ἀκριβῶς ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου (τότε ἐστὶν ὄντως μόνον), δηλαδὴ ἡ Νόηση, ἔγερση τῆς ψυχῆς στὴν πηγὴ τῆς σκέψης (ἀναχθεῖσα πρὸς νοῦν),[147] ὅπως τὸ καταλαβαίνει ὁ ἥρωας τοῦ Χαίλντερλιν — πρέπει νὰ ἀποκαλύψω τὸ μεγάλο Μυστικό, αὐτὸ ποὺ θὰ μὲ ὁδηγήσει εἴτε στὴν ζωὴ εἴτε στὸν θάνατο.[148] Καὶ ὅταν αὐτὸ φανερωθεῖ, “ὅταν ἡ σοφία μπεῖ στὸ σπίτι τῆς ψυχῆς, μιὰ ἐπουράνια ζωὴ ἀρχίζει τότε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία φθάνει στὴν γλυκειὰ μακαριότητα, νὰ ζεῖ ὡς μαθητής!