“Νιώθουμε ἀμυδρὰ ὅτι ὑπάρχει κάποιο χάσιμο κι ὅτι αὐτὴ ἡ κατάνυξη γεροντοκόρης, αὐτὴ ἡ σιωπὴ νεκρόπολης, αὐτὸς ὁ σεβασμὸς Πυγμαίων δὲν εἶναι τὸ ἀληθινὸ περιβάλλον τῆς τέχνης, ὅτι τόσες προσπάθειες, τόσες χαρὲς καὶ τόσες λύπες, τόση ὀργή, τόση δουλειά, δὲν ἦταν προορισμένες ν’ ἀντανακλοῦν μιὰ μέρα τὸ θλιβερὸ φῶς τοῦ Λούβρου…”[141]

Σὲ ὅποιον ἤδη ἄρχισε νὰ ἀποφεύγει ἢ ποτὲ δὲν γνώρισε τὴν ἄψυχη ἔρευνα, ὁ Συκουτρῆς ἐξηγεῖ πὼς ἡ ἰσχὺς τῆς ἀπάντησης ἐγγράφεται στὴν ποιότητα τῆς ἐρώτησης, δηλαδὴ ὅτι αὐτὸ ποὺ προέχει ἐξ ἀρχῆς καὶ διὰ παντὸς στὴν ζήτηση νοήματος δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ εὕρεση οὔτε κἂν ἡ ζήτηση, ἀλλὰ κυρίως οἱ ὑπαρξιακὲς προϋποθέσεις της — “ἀπὸ ποιὲς ἀμφιβολίες ξεκίνησες… Πῶς κατέληξες σὲ αὐτήν εἰδικὰ τὴν πίστη, τί ἐσωτερικοὺς ἢ κι ἐξωτερικοὺς ἀγῶνες σοῦ στοίχισε, πῶς διαμορφώνει τώρα τὴν ζωὴ καὶ τὶς πράξεις σου

“Ὁποιαδήποτε λύση, ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ σωστή, χάνει τὴν ἀξία της, γίνεται κάτι ἐπιφανειακό, [ἂν τὴν προσεγγίζεις σὰν νὰ ἦταν ‘ἕνα δεδομένο’, δηλαδὴ] ὅταν σταματήσεις νὰ αἰσθάνεσαι ἀνοιχτὸ μέσα σου τὸ πρόβλημα ποὺ τὴν ἐπέβαλε, ὅταν πιστέψεις ὅτι [ὡς ἀληθινὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ] εἶναι ὁριστική [, ὅταν πάψεις νὰ μυεῖσαι στὴν ἀπάντηση, ἢ ἂν ἡ ἀπάντησή σου δὲν εἶναι τέτοια ποὺ νὰ χρειάζεται μύηση]. Γιατὶ δὲν εἶναι οἱ ἀπαντήσεις, ἀλλὰ οἱ ἐρωτήσεις ἐκεῖνες ποὺ κρατοῦν τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος πάντοτε ζωντανὸ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἄγρυπνη”.[142]