Ὕπνος καὶ Θάνατος εἶναι παιδιὰ τῆς Νύχτας καὶ φοβεροὶ Θεοί, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡσίοδο, ἀλλὰ ἐνῷ ὁ πρῶτος χαρίζει ἡσυχία, ὁ δεύτερος ὁδηγεῖ στὸν ἅδη καὶ εἶναι “ἐχθρὸς ἀκόμη καὶ τῶν ἀθάνατων θεῶν”.[426] Ἀδελφὸς τῆς Λήθης καὶ τοῦ Θανάτου, στὸν ὀρφικὸ ὕμνο ὁ Ὕπνος παρηγορεῖ ἀπὸ τὶς λύπες καὶ διασώζει τὶς ψυχὲς φέροντας θανάτου μελέτην. Γιὰ τὴν θεία παιδεία ὁ Πλάτων ἐξηγεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ στὸν ὕπνο χρειάζεται τὸν ἔρωτα καὶ ἀδύνατη ἀλλιῶς, γιατὶ μόνο ἡ ἐρωτικὴ ἐξάπλωση ὑπερβαίνει τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἑνώνοντας τὰ διεστῶτα: ἂν καὶ “ὁ Θεὸς δὲν ἀναμιγνύεται μὲ τὸν ἄνθρωπο, μέσα ἀπὸ τὸν ἔρωτα συμβαίνει κάθε συναναστροφὴ καὶ ἐπαφὴ τῶν Θεῶν μὲ τοὺς ἀνθρώπους — καί ὅταν εἶναι ξυπνητοὶ καί ὅταν κοιμῶνται”.[427]

Μέσα ἀπὸ ὄνειρο ὁ Θεὸς φανέρωνε ἐπίσης θεραπεῖες ἀσθενειῶν, (κύρια μέριμνα τῶν θεραπευτῶν τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἦταν νὰ προκαλοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ ὄνειρο), βοηθῶντας γιὰ ὅλα μέσα ἀπὸ χρησμούς, οἰωνούς, κάθε εἴδους σημεῖα — καὶ “θὰ εἴχαμε ἄδικο, ἂν πιστεύαμε πὼς οἱ δεισιδαίμονες ἦταν ἄνθρωποι χωρὶς καμμιά μόρφωση. Ἕνας πλούσιος πολιτικὸς ὅπως ὁ Νικίας, ἕνας συγγραφέας, μαθητὴς τοῦ Σωκράτη, ὅπως ὁ Ξενοφῶν, τριγυρίζονταν ἀπὸ μάντεις καὶ χρησμολόγους … κι ἔκαναν καὶ τελετὲς τὸ ἴδιο σχολαστικὲς μ’ αὐτὲς ποὺ κάνει καὶ ὁ δεισιδαίμονας τοῦ Θεόφραστου”.[428] Ὅμως δεισιδαιμονία προκύπτει μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται παίγνιο τῶν δυνάμεων: ἄλλο νὰ μαντεύεις καταθλιπτικὲς διαπλοκὲς μιᾶς ἀνάγκης, καὶ ἄλλο νὰ προσπαθεῖς νὰ καταλάβεις Λόγο.