Ὁ Οἰδίπους ὁδηγήθηκε νὰ πάρει, ἂν θελήσει, τὸ δῶρο ὡς δῶρο, τὴν ὥρα ποὺ ἑνώθηκε μέσα του ἡ Γῆ μὲ τὸν Οὐρανό. Κοινοὶ θνητοὶ ἀδύνατο νὰ ἀντικρύσουν τὴν Ἀνάληψη καὶ νὰ ζήσουν, παρὰ μόνο ὁ ἥρωας, κι αὐτὸς μὲ τρόμο: ὡς δεινοῦ τινος φόβου φανέντος οὐδ’ ἀνασχετοῦ βλέπειν. Ὅμως ὅλοι εἶναι παρόντες, στὴν μεταμόρφωση τῆς ἡρωϊκῆς συνείδησης μεταστρέφεται καὶ ἡ δική τους προσοχή: ὁρῶμεν αὐτὸν Γῆν τε προσκυνοῦνθ’ ἅμα καὶ τὸν Θεῶν Ὄλυμπον ἐν ταὐτῷ Λόγῳ.[446] “Κοντά σας εἶμαι ἐγὼ ἀθάνατος Θεός, ὄχι πιὰ ἄνθρωπος θνητός”, ὁμολογεῖ ἀνοιχτὰ ὁ Ἐμπεδοκλῆς.[447]

“Στὴν ἀρχὴ εἶναι δρόμοι στὴν τύχη, στροφὲς θλιβερές, πορεῖες ἀνήσυχες καὶ χωρὶς τελειωμὸ ἀνάμεσα στὰ σκοτάδια. Πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος ὁ φόβος, ἡ φρίκη, ἡ ταραχή, ὁ κρύος ἱδρώτας, ὁ τρόμος. Μετὰ βλέπουν τὰ μάτια ἕνα θαυμάσιο φῶς. Περνᾶς σὲ τόπους ἁγνοὺς καὶ λιβάδια ποὺ ἀντηχοῦν τὰ τραγούδια καὶ βλέπεις χορούς· λόγια ἱερά, θεϊκὲς ἐμφανίσεις ἐμπνέουν θρησκευτικὸ σεβασμό. Ὁ ἄνθρωπος, μυημένος ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ τέλειος, γίνεται ἐλεύτερος καὶ περπατεῖ χωρὶς καμμιά πίεση, ὑμνεῖ τὰ μυστήρια μὲ στεφανωμένο τὸ κεφάλι· ζεῖ μαζὶ μ’ ἀνθρώπους ἁγνοὺς καὶ ἁγίους. Βλέπει ἐπάνω στὴ γῆ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν μυηθεῖ νὰ πιέζονται καὶ νὰ ἐκμηδενίζονται μέσα στὸν βόρβορο καὶ στὰ σκοτάδια καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου νὰ ζοῦν μέσα στὴν δυστυχία, ἀντὶ νὰ [γνωρίζουν καὶ νὰ] πιστεύουν στὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου κόσμου”.[448]