Στὴν συνέχεια ἡ ἐπαφὴ αὐτὴ τελειοποιεῖται, πέρα ἀπὸ τὰ ἄμεσα ἐρωτήματα καὶ τὶς παραβολὲς τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξη καὶ ἀκόμη ὅσα συμβαίνουν στὴν ἱστορία νὰ διανοίγονται στὴν σκέψη ὅπως βιβλίο. Ὅ,τι ἐνδιαφέρει κυρίως τὸ θέμα μας, εἶναι πὼς ἡ κατάβαση ζώντων στὸν ἅδη, ἡ συνομιλία μὲ τοὺς κειμένους, μεγάλωνε τὴν συνείδηση τοῦ θανάτου, ὅμως ἡ φιλία καὶ ἐπαφὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ σὲ ὅλη τὴν φύση καὶ ἀκόμη στὸν ὕπνο, μετέτρεπε τὴν ὀδύνη σὲ θάνατο γιὰ τὸν ἑαυτὸ καὶ ἄσκηση, ὑποδηλώνοντας, ὡς ἐπαφὴ ἀκριβῶς, τοὐλάχιστον ἴχνος ἀναστάσιμης διαστάσεως τῆς ὕπαρξης. Ἔτσι ἡ φιλοσοφία καταλάβαινε ὁλοένα περισσότερο τὴν φύση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγαθὴ καὶ ἐρωτική.

Πιὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Κρόνο ἢ τὸν Ποσειδῶνα, διακήρυττε ὁ Ἐμπεδοκλῆς, βασίλευε ἡ Ἀφροδίτη.[433] “Τὴν Ἀνάγκη δὲν τὴν πολεμοῦν οὔτε οἱ Θεοί”,[434] ὅμως ἡ Ἀνάγκη, ἀντιλέγει ὁ Πλάτων, καθόριζε τὴν παλαιὰ ἐποχή, τοῦ Κρόνου καὶ τοῦ Ἰαπετοῦ, τὴν ὁποία κατήργησε ὁ Ἔρωτας, καὶ τώρα ὁ ἴδιος βασιλεύει στοὺς Θεούς.[435] Ὁ Αἰσχύλος προφητεύει σύντομη τὴν ἐξουσία τοῦ Δία, ἐρχομὸ νέου Θεοῦ, μὲ ἰσχὺ ἀνυπέρβλητη στὴν ἀγαθότητα τῆς ἐλευθερίας του. Τὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη καὶ μάλιστα ὁ πλατωνικὸς Τίμαιος δημιουργοῦν φιλοσοφικώτερη θεολογία, ἐνταγμένη στὸν ὁρίζοντα τοῦ πέρα ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, “πέρα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν οὐσία, ὑπερέχοντος σὲ παλαιότητα καὶ δύναμη ἀγαθοῦ Θεοῦ”.[436] Ὁ Οἰδίπους τοῦ Σοφοκλῆ ἁρπάζεται ἀπὸ τὸν κόσμο χωρὶς νὰ ἔχει συμβεῖ ἄλλος θάνατος, πέρα ἀπὸ τὸ μαρτύριο ποὺ ὑπῆρξε ἡ ζωή του,[437] ὁπότε ὁ ἴδιος ὁ τωρινὸς βίος ἀναγνωρίζεται ἅδης, ὅπως τὸ καταλάβαινε ἤδη ὁ Ἡράκλειτος, ὥσπου ἔγινε κοινὸς τόπος τῶν φρονίμων.[438]