Ἐφόσον οἱ σύζυγοι ἔχουν ἑνωθεῖ ‘εἰς σάρκα μίαν,’ ὁ τρόπος νὰ ὑπερβαίνουν τὴν στενότητα τῶν γαμήλιων σχέσεων, εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ γάμου χωρὶς τὴν διάλυσή του, ὅταν οἱ δύο ὅπως ἕνας ἀποκτοῦν συνείδηση Θεοῦ καὶ φέρουν στὴν συνείδηση αὐτὴ κάθε πλευρὰ τοῦ βίου τους, ὁπότε πλέον γίνονται ἀδελφοὶ μεταξύ τους, ὅπως ἀκριβῶς μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στὸν βαθμὸ τῆς πίστης καθενός.

Παρομοίως γιὰ κάθε ἐπαφή, δὲν χρειάζεται πάντα ἡ διακοπή της, ἀλλὰ ἡ ἀπουσία ἐξάρτησης, ἡ ὁποία γιὰ νὰ ὑπάρχει, προηγεῖται βεβαιότητα γνήσιου πολὺ συγκεκριμένου βιώματος, ὅτι μόνος ἄξιος νὰ ἀγαπηθεῖ εἶναι ὁ Θεός.

Τὸ γνωρίζουμε ἢ δὲν τὸ γνωρίζουμε, μέσα σὲ κάθε σχέση, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀναπτύσσεται πραγματικὴ ἑνότητα, δὲν ἀγαπᾶμε παρὰ μόνο τὸν Ἴδιο. Ἔτσι νοεῖται ἡ φράση “ὁ ἐν ἁγίοις θαυμαστός,” τὴν ὁποία μερικοὶ διαβάζουν “ὁ πιὸ θαυμαστὸς μεταξὺ τῶν ἁγίων,” ἐνῷ σημαίνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ μόνο θαυμάσιο ποὺ φανερώνεται σὲ κάθε ἅγιο, ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ ἁγιότητά τους. Αὐτό καταλαβαίνοντας μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐγκαταλείπει γονεῖς, παιδιά, φίλους, ἀδελφούς, περιουσία καὶ ὁτιδήποτε, σὰν νὰ μὴ τὰ εἶχε ποτέ, κι ἔτσι ὁ γέροντας Ἁλώνιος εἰδοποιοῦσε ὅτι “ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν πεῖ μέσα στὴν καρδιά του ὅτι ‘στὸν κόσμο ὑπάρχω μόνο ἐγὼ καὶ ὁ Θεός,’ ἀποκλείεται νὰ βρεῖ ἀνάπαυση.”