Ἡ σεξουαλικὴ δὲν εἶναι οὔτε ἡ καλύτερη, ἀλλὰ οὔτε ἡ χειρότερη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἂν σέβεται τὴν ἐλευθερία καὶ δὲν περιέχει στοιχεῖα ἐπιβολῆς. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς στὴν σεξουαλικὴ ἐπαφὴ δὲν ὑπάρχει τὸ ἄκρον τῆς τελειότητας, εἶναι δυνατὸ νὰ συμβαίνει ἀκόμα καὶ μὲ τὶς πιὸ ἀπρόσωπες μορφές, χωρὶς κανένα ἀπολύτως σεβασμὸ γιὰ τὸν ἄλλο, στὶς κακοποιήσεις, τὰ ὄργια, τὴν πορνεία, κλπ.

Ἡ κριτικὴ τῆς σεξουαλικότητας ὅπως ἀναπτύχθηκε στὴν δυτικὴ χριστιανοσύνη πῆρε διαστάσεις ἠθικῆς τρομοκρατίας, παραμορφώνοντας τὰ πράγματα. Αὐτὸ δημιουργεῖ ἴσως μερικὰ ἐλαφρυντικὰ γιὰ τοὺς ἐπικριτὲς τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Δύση, ἀλλὰ πῶς νὰ δικαιολογήσει κανεὶς τὴν ἑλληνόφωνη ἀπομίμηση; Ἂν ὑπῆρχε γνήσια θεωρητικὴ ἀπορία, θὰ εἶχε συζητηθεῖ μὲ σοβαρὸ καὶ ἀξιόλογο τρόπο, ἐφόσον ἤδη ὁ Πλάτων τὴν ἔχει ἐξαντλήσει.

Σεβόμενη τὸν ἑαυτό της ἡ Ἐκκλησία δὲν προδίδει τὴν Ἀρχή της ἀλλὰ συνεχῶς γίνεται κατ’ ἐξοχὴν χῶρος τῆς ἀλήθειας. Τίποτα δὲν δικαιολογεῖ συγκαλύψεις τόσο ση­μαντικῆς πραγματικότητας, ἐξωραΐζοντας τὶς γαμήλιες σχέσεις καὶ ὑποτιμῶντας τοὺς μελλόνυμφους, ὡς ἐὰν ἦταν ἀνίκανοι ἢ θὰ τοὺς ζημίωνε νὰ καταλάβουν ὅτι πέρα ἀπὸ ὅλα καὶ ὡς σκοπός τους ἀνοίγεται ἡ προσωπικὴ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἴδια τὴν Ἀρχὴ ὁποιασδήποτε γνήσιας ἑνότητας.