Ὁ χριστιανισμὸς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς συγκεκριμένους ἐπικριτὲς δύναμη ἱστορικῆς σημασίας, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ προσωπική τους πίστη καὶ μᾶλλον ἀπορριπτόμενος στὸ ἐπίπεδο αὐτό, ἐνῷ στὴν σεξουαλικότητα καταλαβαίνουν καὶ θέλουν νὰ προβάλουν ἄνευ ὅρων ἀγαθό.

Τὸ πρῶτο διευκολύνει ἐμπαθῆ μεροληπτικὴ ἀντίθεση, χωρὶς νὰ καταγράφεται ἡ εὐρύτερη εἰκόνα, πὼς ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πολιτισμικὲς δυνάμεις μὲ παρόμοια ἠθική. Τὸ δεύτερο ἀποστρέφει σὲ διάφορους βαθμοὺς καὶ μέχρι πλήρους ἀπαγορεύσεως ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση ἔστω μόνο τοῦ ἐνδεχόμενου νὰ εἶναι ὀρθὴ κάποιου βαθμοῦ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῆς σεξουαλικῆς ὁρμῆς. Προσπαθῶντας νὰ ἐξυψώνουν τὸν ἐρωτισμό, καὶ διακρίνοντας στὴν παράδοση τῆς χριστιανοσύνης ἀσκητικὴ νοοτροπία τὴν πιὸ ἰσχυρὴ στὸν δυτικὸ κόσμο, ἐπιτέθηκαν σὲ ὅ,τι φάνηκε μεγάλος ἀντίπαλος, ἀδιαφο­ρῶντας γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια.

Ἔτσι ἔγιναν δυνατὲς κωμικὲς καταστάσεις, ὅπου ἐξυμνεῖται ἂς ποῦμε ἡ ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα ὡς σεξουαλικὰ φιλελεύθερη, μολονότι ὑπῆρχε ἀσκητισμὸς ἐξίσου ἰσχυρὸς μὲ τὸν χριστιανικό, ἀφορῶντας ἐπίσης στὴν σεξουαλικότητα, οἱ δὲ ἱερεῖς ἔπρεπε νὰ εἶναι παρθένοι ἂν μὴ καὶ εὐνοῦχοι, ἐνῷ ἡ φιλομοφυλία ἦταν ἀντικείμενο ἐπίκρισης καὶ εἰρωνίας. Ἄλλωστε, ὄχι κάποιος χριστιανὸς μοναχὸς ἀλλὰ ὁ Πλάτων ἀσκεῖ συστηματικὴ κριτικὴ στὴν (φιλομόφυλη καὶ μή) σεξουαλικὴ ἐπιθυμία. Γιὰ τὴν ἀρχαία θρησκευτικότητα πρβλ. ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, σ. 221 κ.ἑ., καὶ γιὰ τὴν πλατωνικὴ κριτική, σ. 304 κ.ἑ.