Η ΒΑΘΕΙΑ συγγένεια τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ διαμορφώνει τὴν ὁμιλία τοῦ Παύλου στοὺς Ἀθηναίους καὶ τὴν φιλοσοφικὴ σκέψη ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν Βάπτιση τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁπωσδήποτε οἱ Ἕλληνες δὲν πίστεψαν χάρη σὲ μερικὲς ὁμιλίες. Στὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν ἀλήθεια, μὲ ὁρμὴ ποὺ μποροῦσε νὰ ὑπερβαίνει ἄνετα τὴν ἴδια τὴν ἱστορική τους ἰδιαίτερη μνήμη, δὲν ἀποκρίθηκε μιὰ διάλεξη ἀλλὰ κυρίως αὐτὸ ποὺ ἱστορεῖται στὶς Πράξεις γιὰ τὸν Στέφανο, ὅτι πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ,[171] ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ Ἑβραῖοι ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν δολοφονήσουν, ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.[172] Ὅπως καταλάβαινε ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, “πράγματι ὁ Χριστὸς ἐπρόκειτο νὰ παρατήσει τὴν μητέρα τῶν Ἰουδαίων, τὴν ἀχάριστη Ἱερουσαλήμ, καὶ νὰ βαδίσει στοὺς Ἕλληνες καὶ νὰ τοὺς διδάσκει”.[173]

Γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ ἐννοιολογικὰ ἡ νέα πίστη μὲ τὴν προηγούμενη ἑλληνικὴ παράδοση, συνέβαλε ἡ ἔμπρακτη ἔμφαση στὴν πνευματικὴ συγγένεια τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑλληνισμό — ὁ διάλογος μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἡ ἔμφαση στὴν νίκη ἐπάνω στὸν θάνατο, ἡ ἐπικέντρωση στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν γνώση Του ὡς ζωντανὴ πεῖρα τῆς ἕνωσης μαζί Του.