“Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων λένε πὼς ὁ κόσμος εἶναι ἕνα μεγάλο σῶμα, καὶ λένε τὴν ἀλήθεια … Ἑπομένως, καθόλου ἀταίριαστο δὲν εἶναι νὰ βρίσκεται μέσα σὲ ἄνθρωπο ὁ Λόγος, καὶ ὅμως ὅλα νὰ φωτίζονται, νὰ κινοῦνται καὶ νὰ ζοῦν ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ μέσα Του, ὅπως καὶ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς λένε, ὅτι ‘μέσα Του ζοῦμε, κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε’… Γιατὶ ἂν ὁ Πλάτων, ὁ θαυμαστὸς ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, λέει ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο, βλέποντάς τον νὰ χειμάζεται καὶ νὰ κινδυνεύει νὰ δύσει στὸν τόπο τῆς ἀνομοιότητας, κάθισε στοὺς οἴακες τῆς ψυχῆς καὶ βοηθεῖ διορθώνοντας ὅλα τὰ σφάλματα, τί ἀπίστευτο λέμε ἐμεῖς, ἂν ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται σὲ πλάνη, καὶ κάθισε μέσα της ὁ Λόγος καὶ φανερώθηκε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσει τὴν χειμαζόμενη ἀνθρωπότητα μὲ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀγαθότητά Του;”[168]

Ἤ, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χαίλντερλιν,

“Στὴν στροφὴ τοῦ Χρόνου, ἐμᾶς τοὺς νυσταγμένους ἀνορθώνει, καὶ μὲ χρυσὰ λουριὰ κρατάει, σὰν παιδιά”.[169]

Καὶ τὸ σχολίασε ὁ Παπατσώνης, ἐπίσης ποιητικά.

“Ὁ λυτρωμένος ἀπὸ τὰ τάρταρα νεκρός, αὐτὸς ποὺ διανύει τὴ νύχτα τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ξυπνᾶ κάποτε θείᾳ συνάρσει τὸ θυμοειδές, ἀλλὰ ποὺ πτοεῖται, καθὼς τὸν σέρνουν πρὸς τὸ ἔκπαγλο φῶς, καὶ ἑτοιμάζεται νὰ καλπάσει πρὸς τὰ πίσω, ἐνῷ ἔρχεται μειλίχιος ὁ χρυσὸς χαλινός, ὑπομονετικός, ὄχι ἀγριωπός, τῆς στοργῆς τοῦ Πατέρα, τῆς εὐτολμίας, δώρου πατρικοῦ, καὶ κάθεται καὶ τὸν γυμνάζει καὶ τὸν προπονεῖ στὶς μικρὲς καὶ ἤρεμες χόβολες καὶ στὶς χρυσόσκονες τῆς θέρμης του ὥστε νὰ μπορέσει κάποτε νὰ φθάσει καὶ τὶς φλόγες τὶς ὁλοκληρωτικὲς — τί ἄλλο θυμίζει παρὰ κονίστρα ὅπου θεϊκὲς βουλὲς προπονοῦν ἡμιθέους σὲ τοπία ὀλύμπιας φωτεινότητας;”[170]