Η ΟΜΙΛΙΑ τοῦ Παύλου στοὺς Ἀθηναίους βοηθάει κατ’ ἀρχὴν νὰ σκεφτοῦμε τὴν δική του μεταστροφή. Πιστεύω πὼς εἶναι ἀμέσως κατανοητὸ ὅτι, ὁσοδήποτε κι ἂν χρειαζόταν, ὅμως δὲν ἀρκοῦσε ἕνα ὅραμα, ὅταν καὶ ἄλλοι συναντοῦσαν τὸν Χριστὸ ἀλλὰ δὲν πίστευαν. Κακοὶ μάρτυρες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιά, ἂν ἔχουν βάρβαρες ψυχές, ἐξηγεῖ ὁ Ἡράκλειτος.[157]

Ὄχι μόνο ἡ βάρβαρη, ἀλλὰ καὶ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἔφτασε νὰ μαντεύει πὼς ἡ ὀμορφιὰ εἶναι ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια ὀμορφιά, ὅμως ὄχι (ἢ ὄχι ἀκόμα) στὴν Μορφὴ ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ἀλήθεια, ἔχει τὴν ὀμορφιά της θνητή, ἐπιχειρεῖ ὀλιγάρκεια χωρὶς λόγο: αὐτὸ εἶν’ ὅλο / ποὺ ξέρεις στὴ γῆ, κι ὅλο ποὺ χρειάζεται νὰ ξέρεις.[158] Κάποτε δὲν ἀντέχει ἡ ἀπελπισμένη αὐτὴ ὀλιγάρκεια, καὶ τὸ ἄλογο γίνεται παράλογο, ὁ ἄνθρωπος τρελαίνεται τελείως.

Πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, ὁ Παῦλος θὰ πρέπει νὰ εἶχε ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια μὲ σπουδὴ καὶ τόλμη,[159] μέσα σὲ προσευχὴ μετάνοιας,[160] ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀφεθεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Φῶς ποὺ κατέφλεγε τὴν ἁμαρτία του, καὶ κατόπιν νὰ μιλήσει στοὺς Ἀθηναίους μὲ τὸν φιλοσοφικὸ καὶ εὐαγγελικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἔκανε. Ὅπως συνοψίζει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, “ἔφερε πνευματικῶς στὴν καρδιά του τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐδίωκε, γι’ αὐτὸ τοῦ φανερώθηκε τὸ Φῶς τῆς Θεότητας μὲ δύναμη”.[161]