Ἡ (ὁμηρικὴ ἤδη) ζωντανὴ ἐπίγνωση συγγένειας καὶ ἐπαφῆς τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἀπομάκρυνε κάθε μαγικὴ συνεκδοχὴ καὶ συνέδεε τὴν ἀνάσταση μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ φροντίδα Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ ἡ ποίηση ὅλων τῶν ἐθνῶν ἀπὸ ἕνα, καὶ ἡ μαρτυρία γιὰ τὴν Ἡμέρα τοῦ ζῶντος ἀνδρὸς καὶ τὴν οἰκουμενικὴ δικαιοσύνη Του, ἀποκάλυπτε πὼς ἡ μύηση κατ’ ἀρχὴν ἀφορᾶ σὲ ὅλους — οὔτε σὲ μία μόνο ἐθνότητα, οὔτε σὲ στενὸ κύκλο σοφῶν — καὶ δὲν εἶναι ἀφηρημένη διαδικασία προσαρμογῆς σὲ συμπαντικοὺς νόμους διαιωνίσεως, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της, ὁλόκληρο τὸ νόημά της, σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο, θεῖο μαζὶ καὶ ἀνθρώπινο.

Ὁ Παῦλος ἄγγιζε βαθύτερα σημεῖα τῆς συνείδησής τους, ὅσο ἀνεπαρκὴς ἐπιφανειακὰ (μὲ τὴν ἔμφαση στὴν ὁμηρικὴ καταδίκη στὸν ἅδη ἀκόμη καὶ τῶν ἡρώων), τόσο λυσιτελέστερος στὸ βάθος, ὥστε μᾶλλον τὸν εἰρωνεύθηκαν παρὰ τὸν ἀπέρριψαν: “κι ὅταν ἄκουσαν γιὰ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἄλλοι τὸν χλεύαζαν κι ἄλλοι εἶπαν, ‘θὰ σὲ ἀκούσουμε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ πάλι’.”[167] Τοὺς παρουσίαζε, ἂν καὶ ὄχι καθαρὰ (στὴν συγκεκριμένη ὁμιλία), τὸν Λόγο τῆς μετάβασης στὴν ἀθανασία. Στὶς Ἐπιστολὲς εἶναι σαφέστερος, ἀλλὰ καὶ οἱ Πατέρες ποὺ ἀκολούθησαν ἔχουν ἐπιμείνει ἐδῶ ἀρκετά, ἀπ’ ὅπου φαίνεται πὼς ἡ ἐνανθρώπηση, ἡ μετάβαση καὶ διάβαση τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου πρὸς τὸν κόσμο, ἦταν αὐτὸ ποὺ περισσότερο σκανδάλιζε.