Η ΟΜΙΛΙΑ τοῦ Παύλου στηριζόταν κυρίως στὰ δεδομένα τῆς ὁμηρικῆς θρησκείας — ὅπου ὁ Ποσειδῶν μποροῦσε νὰ ἀποσύρεται στὸν ναό του στὶς Αἰγὲς[162] καὶ ἡ Ἀθηνᾶ στὸ Ἐρεχθεῖο[163] — ἀφορῶντας στὴν καρδιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀγωνίας, στὸ ζήτημα τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖο διατηροῦσε τὸν ὁμηρικὸ πυρῆνα του[164] ἀκόμη καὶ μετὰ τὶς φιλοσοφικὲς ἐπιγνώσεις, καὶ πιὸ ἔντονο μέσα στὸν συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς.[165] Ὁ Παῦλος συνέδεσε τὸν πυρῆνα αὐτὸ μὲ τὴν ἴδια τὴν δική τους ὑψηλότερη θεολογικὴ σκέψη, κρίσιμα στοιχεῖα τῆς ὁποίας ἐγγυήθηκε φέροντάς τα στὸν ὁρίζοντα τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης.

Μόνο πολὺ ἀπρόσεκτα θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι “τὸ νέο μήνυμα ὑποσχόταν μιὰν ἀθανασία, τὴν ὁποία δὲν εἶχαν τολμήσει ποτέ νὰ ἐλπίσουν”.[166] Ὁ Παῦλος συνέδεσε τὴν ἀθανασία ποὺ δὲν ἤλπιζαν ἁπλῶς ἀλλὰ γνώριζαν, μὲ τὴν πρωταρχικὴ ὁμηρικὴ συνείδησή τους. Περισσότερο συνάρμοσε τὴν ἱστορική τους συνείδηση σὲ μιὰ ἑνότητα, παρὰ τοὺς ἀνακοίνωσε κάτι νέο. Ἡ ἀγγελία τῆς ἀνάστασης δόθηκε στοὺς Ἕλληνες ὡς αὐτονόητη πλευρὰ τῆς στενῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, στηριζόμενη στὴν θεία πρόνοια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ σύνολό του, ὡς γένος τοῦ Θεοῦ.