Θεοὶ καὶ ἄνθρωποι δὲν ἦσαν γι’ αὐτὸ λιγώτερο θεϊκοί, ἡ ἰσχὺς παραμένει ἀξιολογικῶς δευτερεύουσα ἰδιότητα, ὅμως καὶ τὸ πάθος φαινόταν νὰ διαιωνίζεται παραλόγως. Μέσα στὴν ὁμίχλη αὐτὴ δώρου ἄδωρου, τὸ αἴτημα τῆς φιλοσοφίας ὑπερέβαινε τελείως τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπιβίωσης καὶ ἀκόμη τὴν ἁπλὴ φιλομάθεια, γεννιόταν ὡς βαθειὰ ἑνότητα Γνώσης, Ταπεινοφροσύνης καὶ Προσευχῆς — ἤδη στὸν Ὅμηρο…
“Πατέρα Δία, σῶσε ἀπὸ τὴν ὁμίχλη τοὺς γυιοὺς τῶν Ἀχαιῶν, κάνε πιὰ αἰθρία, δόσε στὰ μάτια μας νὰ δοῦν, καὶ μέσα στὸ φῶς κατάστρεψέ μας, ἀφοῦ ἔτσι θέλεις”.[336]
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ αὐτὴ τῆς φιλίας τους εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Δὲν προηγεῖται ἀντιλογία ἢ ὁποιαδήποτε ἀμφισβήτηση, ἐνῷ αἰσθήματα ἐνοχῆς δὲν ἀναπτύσσονται σημαντικὰ οὔτε κἂν στὸν Ἡσίοδο, ὁ ὁποῖος εὔχεται νὰ εἶχε γεννηθεῖ σὲ καλύτερη γενιά. Ἡ κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας καὶ προσωπικὴ ἁμαρτία ἔμοιαζε μέρος καθολικῆς καὶ κατ’ οὐσίαν ἀνεξήγητης καταδίκης, ἀνάγκης ἀδυσώπητης καὶ ὅμως μητέρας[337] τοῦ παντός, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε ὁριστικὰ τὴν ἑνότητα τῆς φιλίας, ὥστε τὸ συναίσθημα ὁδηγεῖτο φυσιολογικὰ στὴν λύπη καὶ ἡ σκέψη στὴν ἀπορία.
“Ἔτσι κυκλόφερνε αὐτὰ στὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή του, ὅταν πλησίασε ὁ γυιὸς τοῦ δοξασμένου Νέστορα χύνοντας καυτὰ δάκρυα, καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν θλιβερὴ εἴδηση. ‘Γιὲ τοῦ θεόφρονα Πηλέα, ἀλίμονό μου, τὰ νέα ποὺ θὰ μάθεις εἶναι ἀλήθεια πολὺ θλιβερά, μακάρι νὰ μὴ στὰ ἔφερνα. Κεῖται ὁ Πάτροκλος καὶ μάχονται γύρω ἀπὸ τὸ γυμνὸ κορμί του, ἐνῷ τὰ ὅπλα σου τὰ ἔχει ὁ λαμπρόσκεπος Ἕκτορας’. Ἔτσι μίλησε ἐκεῖνος, καὶ τὸν ἄλλο τὸν κάλυψε σύννεφο μαύρης λύπης· καὶ μὲ τὰ δύο χέρια του πῆρε στάχτη καὶ τὴν ἔρριξε στὸ κεφάλι· καὶ ντρόπιασε τὸ ἔνδοξο πρόσωπο· καὶ πάνω στὸν θεϊκὸ χιτώνα χυνόταν ἀπὸ παντοῦ μαύρη στάχτη, ὥσπου ὁ ἴδιος ὁλόκληρος καταγκρεμίστηκε στὰ χώματα καὶ κείτονταν”.[338]