Ἐδῶ ἔχει τὴν πηγή της σειρὰ συγκρουόμενων αἰσθημάτων — Θεὸς Πατέρας ἀλλὰ καὶ Φοβερός, ζωὴ Φωτὸς ἀλλὰ καὶ Ὁμίχλης, Γνώσης καὶ Μοναξιᾶς, Ἔρωτα καὶ Ἀνάγκης… — μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἀπώλειας νὰ ὑπερισχύει ὅλων: “θάνατος καὶ μοῖρα”,[331] μοῖρα εἶναι ὁ θάνατος, νηλεὲς ἦμαρ.[332] Ἀνάμεσα στὴν κοινὴ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων ὡς θνητῶν καὶ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη, τὰ ὅρια δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι εὐδιάκριτα: πεφύκασι ἅπαντες ἁμαρτάνειν, δηλώνει ὁ Θουκυδίδης,[333] ἐνῷ στὸν Ὅμηρο ὁ ἴδιος ὁ Δίας ἀπομένει ἀνήμπορος μπροστὰ σὲ μιὰ ἀνάγκη ποὺ ματαιώνει κάθε ἀνθρώπινη πράξη ὁποιαδήποτε, μονολογῶντας ὅτι “πιὸ δυστυχισμένο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει πουθενὰ τίποτα, ἀπ’ ὅλα ἐπάνω στὴ γῆ ποὺ ἀνασαίνουν καὶ σέρνονται”.[334]
Πρῶτος ὁ Ἡσίοδος καταλαβαίνει τὰ ὁμηρικὰ αἰνίγματα ὡς συγκρούσεις τραγικές, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἰσοκυρίας συγκρουόμενων λόγων. Στὴν Θεογονία ἀρχὴ Θεῶν καὶ ἀνθρώπων (ὄχι ἄναρχη ἡ ἴδια, ὅπως ἔχουμε δεῖ) ἀναγνωρίζεται τὸ ἀπρόσωπο Χάος: καμμιά γνωστὴ ὕπαρξη, θνητὴ ἢ ἀθάνατη, δὲν ἀπολαμβάνει τὴν ἐλευθερία ἀπόλυτης κυριότητας. Ἡ ἴδια ἡ θέληση γιὰ ζωὴ ἀποτελεῖ αἰφνιδίως ὕβριν καὶ τὸ γίγνεσθαι ἀποκαλύπτεται ἀτέρμονη δίκη ἔρις.[335]