Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ κατάσταση, σημειώνει ὁ Ἐπίκτητος, “‘πονάει τὸ κεφάλι μου’ — μή λὲς ἀλίμονο. ‘Πονάει τὸ αὐτί μου’ — μή λὲς ἀλίμονο. Δὲν ἐννοῶ ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ στενάξεις, ἀλλὰ μὴ στενάξεις μέσα σου … νὰ μείνεις ἀκίνητος, ἀλλὰ ὄχι ὅπως τὸ γαϊδούρι”.[328]
Ἡ πρώτη ἁμαρτία τῆς ἐλευθερίας ἀναγνωρίζεται καθαρὰ καὶ μαζὶ ὑπερβαίνεται ἤδη στὸν Ὅμηρο, ὁ πνευματικὸς θάνατος ἔχει ἐδῶ μεγάλο ἀντίπαλο, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀκατάβλητος στὴν διαρκῆ φροντίδα τοῦ Θεοῦ,[329] ἀλλὰ ὁ μεταθανάτιος βίος παραμένει σκανδαλώδης — σκιώδης καὶ ἀναιμικός.
“Ἀλίμονο, ποὺ πράγματι οἱ θνητοὶ κατηγοροῦν τοὺς Θεούς, γιατὶ ἀπὸ μᾶς λένε τοὺς εἶναι οἱ συμφορές, ἐνῷ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ἀπὸ δικά τους σφάλματα, πάνω ἀπὸ τὴν μοῖρα, ἔχουν τοὺς πόνους … Ἀλλὰ τὸν θάνατο, ὅμοιο γιὰ ὅλους, οὔτε οἱ Θεοί, κι ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶνε, δὲν μποροῦν νὰ διώξουν”.[330]
Ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ τραγωδία οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν νὰ διδάσκονται ἔμπρακτα, ἀναλογιζόμενοι στὸν Ὅμηρο τὴν πεῖρα τοῦ βίου τους, ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν κατασκευάζεται — στὴν συνείδηση, τὴν ἱστορία ἢ ὁπουδήποτε — καὶ ἀκόμη ὅτι δὲν ἄξιζαν τὸ Δῶρο ποὺ ἀπολάμβαναν, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἐπρόκειτο νὰ κρατήσουν γιὰ πάντα, μολονότι συνέχιζαν νὰ τὸ καταλαβαίνουν ὡς Δῶρο τελείως δικό τους ἀπὸ τελείως δικό τους Θεό.
Σελ. 12345678910