Ἡ Φράνυ, κακῶς ὑποχωρῶντας στὶς πιέσεις τοῦ ἀνόητου φίλου της, μιλάει γιὰ τὴ Φιλοκαλία. Πρῶτα προσπάθησε νὰ πεῖ τί ἔχει καταλάβει γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ποὺ ἀναφέρει ἡ Βίβλος, ἔπειτα (σ. 31/32/41) πληροφορῶντας πὼς ἡ Φιλοκαλία “apparently was written by a group of terribly advanced monks who sort of advocated this really incredible method of praying.

Ὁ Κορτὼ τὰ κάνει ξανὰ θάλασσα, ἐφόσον ἡ ἀπόδοση τοῦ advocated μὲ τὸ συνιστοῦσαν (συνιστούσαν μια τελείως απίστευτη μέθοδο προσευχής) τὸν ἐμποδίζει νὰ συνυπολογίσει τὸ sort of, ἔτσι ἀποσιωπῶντας τὸν δισταγμὸ τῆς Φράνυ, ὅτι ὁ τρόπος τῶν μοναχῶν τῆς Φιλοκαλίας ὣς ἕνα τοὐλάχιστον βαθμὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴν περιγραφή της.

Ὁ Ἀλάτσης τὸ ἀποδίδει πιὸ σωστά: προπαγανδίζουν, σὰ νὰ λέμε, αὐτὴ τὴν πραγματικὰ ἀπίστευτη μέθοδο προσευχῆς.”

Τὰ παιδιά, ὅπως μεταφράζει ὁ Κορτώ, ἀπευθύνονται στὸν περιπλανώμενο προσκυνητὴ λέγοντας ‘Αγαπητὲ ζητιάνε!’, ἐνῷ στὴ μετάφραση τοῦ Ἀλάτση, ‘Καλὲ ζητιανάκο!’ Στὸ πρωτότυπο, ‘Dear little beggar!

Ἔχοντας περιφρονήσει τὸ little ὁ Κορτὼ ἀδυνατεῖ νὰ χρωματίσει μὲ τὴν ἐννοιά του τὸ ἴδιο τὸ dear, ὁδηγούμενος σὲ συμβατικὴ προσφώνηση ἀντὶ γιὰ παιδικὴ πρόσκληση.