Ἀπροσδόκητα δῶρα ἔχω πάντα νὰ βρῶ στὴ βιβλιοθήκη μου, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες, ὅταν χάρισα τὸ Φράνυ καὶ Ζούι. Τὴν ἑπομένη στὸ διαδίκτυο γιὰ νὰ παραγγείλω νέο ἀντίτυπο, τί νὰ δῶ; Ἡ μετάφραση τοῦ Ἀλάτση ἔχει καταργηθεῖ καὶ στὴ θέση της κυκλοφορεῖ μία τοῦ ‘Αὔγουστου Κορτώ’ (Π. Χατζόπουλου).
Τὸν Κορτὼ γνωρίζω ἀπὸ ἀλλοῦ. Τὰ διηγήματα “Ψηλὰ σηκῶστε τὴ σκεπή, μαστόροι,” καὶ “Σέυμουρ, εἰσαγωγή,” (ἐκδ. Γράμματα, μτφρ. Βελέντζα), ὁ μεταφραστὴς τοῦ Καστανιώτη διαστρέφει ὡς ἑξῆς: “Ψηλὴ σηκῶστε στέγη, ξυλουργοί,” καὶ “Σίμορ, συστατικὰ στοιχεῖα.”
Δὲν τὸν ἐνόχλησε ἡ κακοφωνία τῶν γειτνιαζόντων στε (σηκῶστε στέγη), καὶ νἆταν μόνο αὐτό! Οἱ ξυλουργοὶ στὴν Ἑλλάδα τοῦ 21ου αἰῶνα παραπέμπουν σὲ εἰδίκευση ποὺ σπανίως ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸ σπίτι. Ἐμπνευσμένα ὁ Σεραφεὶμ Βελέντζας ἀποδίδει τοὺς carpenters ὡς μαστόρους. Ὁ Κορτὼ δύσκολα θὰ ἔκανε περισσότερες ζημιὲς στὸν ἴδιο τὸν τίτλο, ὅπου καταργεῖ ἐπίσης τὸ ἄρθρο τῆς στέγης (ψηλὴ σηκῶστε στέγη). Τὸ πρωτότυπο περιέχει ἄρθρο (raise high the roof beam) ἀποκρινόμενο στὴ Σαπφώ (ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε).