Τὰ παιδιά, ὅπως μεταφράζει ὁ Κορτώ, ἀπευθύνονται στὸν περιπλανώμενο προσκυνητὴ λέγοντας ‘Αγαπητὲ ζητιάνε!’, ἐνῷ στὴ μετάφραση τοῦ Ἀλάτση, ‘Καλὲ ζητιανάκο!’ Στὸ πρωτότυπο, ‘Dear little beggar!

Ἔχοντας περιφρονήσει τὸ little ὁ Κορτὼ ἀδυνατεῖ νὰ χρωματίσει μὲ τὴν ἐννοιά του τὸ ἴδιο τὸ dear, ὁδηγούμενος σὲ συμβατικὴ προσφώνηση ἀντὶ γιὰ παιδικὴ πρόσκληση.

Ἡ “considerably more than passing resemblance” (σ. 45/43/56) δὲν εἶναι “μάλλον υπολογίσιμη παρά συμπτωματική” (Κορτὼ) ἀλλὰ σημαντικὰ μεγαλύτερη ἀπὸ φευγαλέα (Ἀλάτσης).

Τὸ πρωτότυπο τονίζει τὴν ἀοριστία μιᾶς οὐσιώδους ταύτισης, ὄχι τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ χρειαζόταν ἴσως νὰ τὴν προσεγγίσουμε.

Περαιτέρω διαφθορὰ τοῦ νοήματος συμβαίνει, ἐφόσον συμπτωματικὸ καὶ ἀνυπολόγιστο κακῶς θεωροῦνται ὡς ταυτιζόμενα. Στὸ πρωτότυπο τὸ ἐπίρρημα δὲν ἀντιτίθεται στὴν τυχαιότητα ἀλλὰ δείχνει τὸ μέγεθος τῆς ὁμοιότητας.

Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ σὲ περισσότερα, ἄφθονα τὰ παραδείγματα ἀλλὰ πιστεύω πὼς ἔγινε ἤδη φανερὸ πὼς ἡ ἔκδοση Ἐπίκουρου, μὲ ὅλα τὰ προβλήματά της, ὑπερέχει μὲ διαφορὰ ἀπὸ τοῦ Καστανιώτη. Ἡ ἀνακάλυψή της δῶρο γιὰ τὸ νέο ἔτος ποὺ κάλλιστα θὰ μποροῦσε νὰ μὴ μοῦ ἔχει δοθεῖ.