Ἡ σεξουαλικότητα ὡς ‘ψυχὴ’ τοῦ γάμου βεβαιώνεται ἐπίσης στὴν μεταφορὰ τοῦ εὐνουχισμοῦ, ἤδη ἐνυπάρχοντας στὴν ἴδια τὴν γλῶσσα μὲ τὸ διπλὸ καὶ ἰσοδύναμο περιεχόμενο τοῦ γαμήλιου ρήματος, ὄχι μόνο στὴν σημερινὴ καθομιλουμένη, ἀλλὰ καὶ στὴν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρβλ. γιὰ παράδειγμα Ματ. 22.30: “ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι,” καὶ Α΄ Κορ. 7.37–8: “ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν τῇ καρδίᾳ … τοῦ τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον, καλῶς ποιεῖ. ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ.”
Ὁ εὐνουχισμὸς χρησιμοποιεῖται ὡς μεταφορὰ γιὰ τὴν ἀποφασισμένη σταθερὴ ἐπιδίωξη παρθενίας, ὑπὸ προϋποθέσεις ὑψηλότερης ἀπὸ τὸν γάμο ἀλλὰ πιὸ δύσκολης ἐπιλογῆς (ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω).
Ὁμοίως ὁ Παῦλος εὔχεται γιὰ ὅλους νὰ ἦταν παρθένοι ὅπως ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ ἐμποδίζει ἀπὸ τὸν γάμο, προσπαθῶντας μὲ τὸν γάμο νὰ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἀσύδοτη σεξουαλικότητα καὶ μειωμένη σοβαρότητα.
Οὔτε ὁ Παῦλος, οὔτε προηγουμένως ὁ Χριστός, δὲν δικαιολογοῦν τὸν γάμο μέσα ἀπὸ τὴν τεκνοποιΐα, ἐνῷ δὲν διστάζουν νὰ ἀναδεικνύουν τὴν κατώτερη φύση του συγκρίνοντας μὲ τὴν πλήρη στροφὴ καὶ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς στὴν ὑπερβατικὴ ἀρχή της, ἀπ’ ὅπου ἀποκτᾶ κανεὶς δύναμη νὰ ἀγαπήσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀπόλυτη συνειδητότητα καὶ σοβαρότητα.
Σελ. 123456789101112131415