– Γιατί;
– Άνοιξε τὴν κλαβανὴ ποὺ σοῦ λέγω.
Εἶχον ἐξέλθει εἰς τὸν πρόδομον. Τὸ Γηρακώ, εἰς ἓν νεῦμᾳ τῆς ἀδελφῆς της, ἤνοιξε τὴν καταπακτὴν καὶ κατῆλθον εἰς τὸ ἰσόγειον.
– Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, εἶσαι χωρὶς φέσι;…
– Τ᾿ ἄφησα στὸ σπίτι.
– Τοῦ ἐπῆραν τὸ φέσι του! ἀνέκραξε μὴ κρατηθεὶς ὁ Ἀλέκος.
Ὁ Σωτῆρος συνωφρυώθη.
– Γηρακώ, εἶπε, ξέχασα νὰ ρωτήσω τὸν πατέρα σου· σύρε μία στιγμή… νὰ τὸν ρωτήσης τί ὥρα συνεννοήθηκαν οἱ ῾πίτροποι μὲ τοὺς παππᾶδες νὰ σημάνουν τὸ πρωί.
– Καὶ τί ὥρα θ᾿ ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία… καὶ τί ὥρα θὰ ψαλῆ ὁ ἁγιασμός… καὶ τί ὥρα θὰ ρίξουν τὸ Σταυρὸ στὴ θάλασσα… εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
Ὅλα ταῦτα τὰ «τί ὥρα» ἦσαν τόσον δυσμήχανα διὰ τὴν μικρὰν Γηρακώ, ὅσον καὶ τὰ δεκαπέντε ᾄσματα διὰ τοὺς δυὸ νέους…
– Πῶς νὰ πῶ; πῶς νὰ πῶ; ἠρώτησε τὸ Γηρακώ.
– Τρέξε γλήγορα! Ἐπανέλαβε κτυποῦσα διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος ἡ ἀδελφή της.
Ἡ Γηρακὼ ἀνῆλθε τὴν κλίμακα.
Τὸ Μπραϊνάκι ἔμεινε μόνη μὲ τοὺς δυὸ νέους.
Τὸ Μπραϊνάκι ἦτο δεκατετραέτις κόρη, ἀρκετὰ ἀνεπτυγμένη ἤδη τὸ ἀνάστημα, ξανθή, ὕπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυὸ μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι ἐπὶ τῶν νώτων, ἔφθανον κάτω τῆς ὀσφύος. Ἐφόρει λευκοτάτην πάντοτε ἐσθῆτα, μετὰ τοσαύτης ἰδιορρύθμου χάριτος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ναύτης ἐπιστρέφων ἐκ μακροῦ ταξειδίου, ὅστις νὰ μὴ τῆς κάμη πατινάδα, καὶ δὲν ὑπῆρχε μαθητὴς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ὅστις ἐν μέσῳ τῶν τετραδίων καὶ τῶν βιβλίων του νὰ μὴ ἀναπολῆ τὴν εἰκόνα της.