Ὁ Ἀλέκος μετὰ τῆς ράβδου του εἶχε τραπῆ, ἐννοεῖται, εἰς φυγήν.
Ἀλλὰ μόλις ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ ἐστάθη ἐνδοιάζων ἂν ἔπρεπε νὰ βάλη φωνὰς ἢ νὰ λάβῃ μᾶλλον λίθους νὰ ρίψῃ κατὰ τοῦ ἐπιδρομέως.
– Στόπ! μωρέ… τῷ ἐφώνει ὁ παράδοξος ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε σταματήσει ἤδη.
– Ἄφσέ τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;… ἐφώνει μακρόθεν ὁ Ἀλέκος.
Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθμον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ ἐτρόμαξε τοὺς δυὸ νέους καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ᾿ ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει ταὶς κάλτσαις ὡς χειρόκτια.
Ἐκ τῆς φωνῆς ὅμως τὸν ἀνεγνώρισαν παρευθὺς καὶ οἱ δυό. Ἦτο «Ἐλόγου του».
Τοιοῦτον ἔφερε σκωπτικὸν ἐπίθετον ὁ εἰκοσαέτης νέος Μανουὴλ Προυσαλῆς, ἐθελόκομψος ἀντιπαθητικὸς ἐργολάβος εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, ὅπου πᾶς ἄνθρωπος πρὸς τῷ οἰκογενειακῷ ὀνόματι, ὅπερ μόνον εἰς τοὺς ἐπισήμους καταλόγους τῆς δημαρχίας ἀπαντᾶται, προικίζεται τουλάχιστον μὲ δυὸ ἢ τρία προσωνύμια.