– Αυτό ἤθελα νὰ σοῦ πῶ κ᾿ ἐγὼ γιὰ νὰ διαβάσουμε τί γράφει μέσα.

– Ὄχι δά… κι αὐτὸ δὲν πρέπει… εἶπεν αὐστηρῶς ὁ Σωτῆρος.

– Γιατί;

– Καὶ τί θὰ διαβάσης; δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Ἔρωτα» καὶ τὴν «Φιλομειδὴ Ἀφροδίτην»;

-Ναί.

– Ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ τί θὰ γράψη. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», καὶ ὕστερα θὰ ἔχη κάτι στίχους ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ σοῦ εἶπα: «Εἶσαι καρπὸς τοῦ Ἔρωτος, παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης», ἢ «Ἔχεις ἀνάστημα μικρόν, ἀλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ὡς ἄρωμα πολύτιμον εἰς πάγχρυσον φιάλην», καὶ ὕστερα θὰ λέγη: «Ἀπὸ τὰ μπεντένια πέφτω, πέφτω γιὰ νὰ σκοτωθῶ, κ᾿ ἡ ἀγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, γιὰ τὸ Θεό!» Αὐτὰ θὰ γράφη.

Ὁ Σωτῆρος ἐμνημόνευσεν ἀνωτέρω δυὸ συλλογὰς τοῦ Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αἵτινες τοιαῦτα δίστιχα περιέχουν τῷ ὄντι, ὧν πολλὰ μὲν κακόζηλα, πλεῖστα δὲ ἀνόητα καὶ ὅλα γελοῖα.

Καὶ ὅμως ἡ περιέργεια τοῦ Ἀλέκου δὲν ἀνεπαύετο. Παρὰ τὴν ἑστίαν πατριαρχικῶς καθήμενος ὁ μπάρμπα-Θανασός, ἔχων ἀντικρὺ τὴν πιστὴν συμβίαν του, καὶ περιστοιχούμενος ὑπὸ τῶν τεσσάρων θυγατέρων του καὶ τῶν τεσσάρων νεωτέρων υἱῶν του, διότι οἱ δυὸ πρεσβύτεροι ἔλειπον μὲ τὸ καράβι, ὡς ἀνωτέρω εἶπομεν, ἀπήλαυε τῆς μακάριας ἡδονῆς τοῦ οἴκου, ἣν μόνος ὁ ἐπὶ μακρὸν στερηθεὶς αὐτῆς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτιμήσῃ.