Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὅπερ ἔφερεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της δάκρυα ἦτο τὸ ἑξῆς ᾄσμα, ὀφειλόμενον εἰς τὴν μνήμην τῆς μάμμης, καὶ ὅπερ ἐτραγούδησαν οἱ δυὸ νέοι:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
Κι ὁ κὺρ Βορρηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορρηά, τὰ κύματα, νὰ μὤρθῃ τὸ παιδί μου,
τἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενητειᾶς λουλούδι!

Ἐνθουσιῶν ὁ καπετάν-Θανασὸς ἠγέρθη αὐτομάτως καὶ ἐλθὼν προσεκόλλησε σφάντζικον ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ Σωτήρου, μειδιῶντος καὶ ἀνεχομένου· τὸ αὐτὸ ἠθέλησε νὰ κάμη καὶ εἰς τὸν Ἀλέκον, ἀλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον καὶ εἶπε:

– Δὲν εἶμ᾿ ἐγὼ βιολιτζῆς, μπάρμπα.

Ἀφοῦ ἐκαλονύκτισαν τὴν οἰκογένειαν, τὸ Μπραϊνάκι ἔλαβε λυχνίαν καὶ ἠθέλησε νὰ προπέμψη μέχρι τῆς αὐλείου θύρας τοὺς δυὸ ἐξαδέλφους της. Κατόπιν αὐτῶν ἔτρεχεν καὶ ἡ ὀκταέτις Γηρακώ.

– Μὴ μᾶς πᾶς ἀπ᾿ τὴν ἔξω σκάλα, τῇ εἶπε τότε μυστηριωδῶς ὁ Σωτῆρος, μὴ μᾶς πᾶς ἀπ᾿ τὴ μεγάλη πόρτα.