Οἱ δυὸ δρομίσκοι ἔφερον τῷ ὄντι πρὸς μικρὸν ὄχθον γῆς, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο ἀποτόμως κατωφερὴς χείμαρρος. Περιπατῶν τίς ἐπὶ τοῦ μέρους ἐκείνου ἠδύνατο νὰ ἐπιτηρῆ καὶ τὰς δυὸ θύρας.
– Νὰ σᾶς δώσω συνοδεία; εἶπε τὸ Μπραϊνάκι.
Θέλετε νἄρθουν μαζὺ καὶ τ᾿ ἀδέρφια μου;
– Δὲν εἶν᾿ ἀνάγκη, εἶπεν ὁ Σωτῆρος. Δὲν πρέπει νὰ γείνη λόγος στὸ σπίτι. Καὶ ποιὸς τὸν φοβᾶται!
Τὸ Μπραϊνάκι προέβαλε τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς θύρας, μόλις διανοιγείσης.
Πράγματι Ἐλόγου του τὸ ἐπῆρε πονηρά, καθὼς εἶπεν ἡ νέα.
Ἐσουλατσάριζεν Ἐλόγου του ὑπὸ τοὺς τοίχους τῆς παρακείμενης οἰκίας, ἐπιβλέπων ἀμφοτέρας τὰς θύρας τῆς αὐλῆς.
– Γηρακώ, εἶπε τότε τὸ Μπραϊνάκι, πάρε τὸ φανάρι, σήκωσε το ψηλά, νὰ πᾶς νὰ χτυπήσης μὲ βρόντο τὴ μεγάλη πόρτα, καὶ νὰ φωνάξης τρεῖς φοραίς: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Τὸ Γηρακώ, χωρὶς νὰ ἐννοῆ τίποτε, ἐξετέλεσε πιστῶς τὴν παντομίμαν καὶ τὸ λογύδριον.
Ἐλόγου του ἐξαπατηθεῖς, ἔτρεξε πρὸς τὴν μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ τοῦ θηράματος.
– Τώρα ἄμοιρος νὰ γένης, ἀρέ! εἶπεν εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωμα τὸ Μπραϊνάκι.
Οἱ δυὸ νέοι ἐτράπησαν διὰ τῆς μικρᾶς θύρας εἰς φυγήν, κερδήσαντες ἑκατὸν βήματα τουλάχιστον διὰ τοῦ στρατηγήματος τούτου, καὶ ἔχοντες ἀσυγκρίτως ἐλαφρότερους τοὺς πόδας ἀπὸ τὸν Ἐλόγου του.