– Δὲν θέλω τὰ λεπτά σου, βρέ… ἐπανέλαβεν Ἐλόγου του, στρίβων ὑπερηφάνως τὸν μικρὸν πυρρὸν μύστακά του… Μὴ φοβᾶσαι, ἄκουσε… νά, τί θέλω.
Καὶ τῷ ἔτεινε μικρὸν ἐπιστόλιον, ἐντὸς χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.
– Νὰ τὸ δώσῃς, ἐπάνω ποὺ θὰ πᾶς, εἶπε. – Τίνος νὰ τὸ δώσω;
– Στὸ Μπραϊνάκι, βρέ… δὲν ξέρεις ποὺ μ᾿ ἀγαπάει;
– Ἀλήθεια; εἶπε μετὰ προσποιητοῦ θαυμασμοῦ ὁ Ἀλέκος, ὅστις εἶχε πλησιάσει ἐν τῷ μεταξύ.
– Σένα δὲν σοῦ μιλῶ, εἶπεν αὐστηρῶς Ἐλόγου του.
– Καλά, τὸ δίνω, ἀπήντησεν ὁ Σωτῆρος εὐχαριστημένος διότι θὰ ἐγλύτωνε.
– Μὰ θέλω νὰ μοῦ φέρῃς καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ἐλόγου του.
– Τί σημάδι;
– Αὐτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε:
-Τὸ διαβάσῃ δὲν τὸ διαβάσῃ, θέλω νὰ μοῦ φέρῃς σημάδι ἀπόψε.
Καλά.
Κρατῶ ἀμανάτι τὸ φέσι σου, καὶ σὲ περιμένω ἐδῶ τριγύρω. Ἀκοῦς;
Καὶ ἀπέσπασεν αὐθαιρέτως τὸ φέσι ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωτήρου.
– Δός του τὸ φέσι του! ἀνέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
– Σούτ, ἐσύ!…
Ὁ Σωτῆρος δὲν παρεπονέθη τίποτε καὶ ἔνευσε πρὸς τὸν σύντροφόν του νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ ἔσω τοῦ προαυλίου.
– Τώρα πῶς θὰ πάω ἀπάνου χωρὶς φέσι; εἶπεν ὁ Σωτῆρος ἐντὸς τῆς αὐλῆς.