Ὁ καπετάν-Θανασὸς δὲν εἶχε μετρίας ἀπαιτήσεις. Ἤθελε πλὴν τοῦ κοινοῦ ᾄσματος τῶν Φώτων, ἓν δι᾿ ἑαυτόν, ἓν διὰ τὴν σύζυγόν του, ἓν διὰ τὸ καράβι, ἀνὰ ἓν διὰ τοὺς ἓξ υἱούς του, ἀνὰ ἓν διὰ τὰς τρεῖς θυγατέρας του, καὶ δυὸ διὰ τὴν τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, τὸ ὅλον δεκαπέντε ᾄσματα.
Ποῦ νὰ τὰ ὀρμαθιάσουν τόσα οἱ δυὸ αὐτοσχέδιοι μελῳδοί;
Ἐφέτος εἶχον ἀντλήσει ἐκ τῶν ἀκένωτων πηγῶν τῆς μνήμης τῆς γηραιᾶς μάμμης, καὶ κατώρθωσαν σχεδὸν νὰ φθάσωσι τὸν ἀριθμόν.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν ἐπὶ τῆς ἑστίας τόσα εἰκοσιπενταράκια τούρκικα ἢ ἑλληνικὰ τοῦ Ὄθωνος, ὅσα ἦταν καὶ τὰ παρ᾿ αὐτοῦ ἀπαιτούμενα ᾄσματα, καὶ ἔλεγεν: «Αὐτὸ γιὰ μένα, αὐτὸ γιὰ τὴν καπετάνισσα, αὐτὸ γιὰ τὸ καράβι… αὐτὸ γιὰ τὸν Κωνσταντῆ, γιὰ τὸν Γιάννη, γιὰ τὸν Παναγῆ, γιὰ τὸ Βασίλη, γιὰ τὸν Ἀνδρέα, γιὰ τὸν Γιωργῆ… αὐτὸ γιὰ τὴν Φλωροῦ, γιὰ τὴ Σινιωρίτσα… αὐτὰ τὰ δυὸ γιὰ τὸ Μπραϊνάκι… κι αὐτὸ γιὰ τὸ Γηρακώ…»
Ἡ σύζυγος τοῦ καπετάν-Θανασοῦ ἐρρέμβαζε παρὰ τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας. Οἱ λογισμοί της ἴπταντο πρὸς τοὺς δυὸ υἱούς της, οἵτινες ἐταξίδευον ἐφέτος «χειμωνιάτικα». Ὅλα σχεδὸν τὰ πλοῖα ἦσαν δεδεμένα, περιμένοντα τὴν αὔριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» καὶ εἶτα ν᾿ ἀποπλεύσωσι. Τὸ ἰδικόν των τὸ πλοῖον ἦτο «πρωτο-τάξειδο», εἶχε καθελκυσθῆ τὸν παρελθόντα Αὔγουστον, τὸν Σεπτέμβριον εἶχεν ἐκπλεύσει, καὶ φυσικῶς δὲν ἠδύνατο νὰ παραχειμάση εἰς τὸν λιμένα «πρώτη χρονιά».