– Θὰ μοῦ πῆς τί τρέχει; ἐπανέλαβεν αὕτη.
– Νά, μᾶς ηὖρεν Ἐλόγου του, εἶπεν ὁ Σωτῆρος.
– Ποιός; ὁ Διπλοκαϋμός;
Διπλοκαϋμὸς ἦτο τὸ δεύτερον παρωνύμιόν του Ἐλόγου του, ὅπερ τῷ εἶχον δώσει τὰ κοράσια, διότι αὐτὸς πάντοτε ὤρθριζε μέχρι τοῦ λυκαυγοῦς τραγουδῶν ὑπὸ τὰ παράθυρά των τὴν γνωστὴν ἐπῳδόν: «Ξύπνα, ποὺ δὲν ἐχόρτασες -διπλὸς καϋμός- ἄχ! τὸν ὕπνο νὰ κοιμᾶσαι», καὶ εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ τὰς ἐξυπνᾷ ἀείποτε τὸ πρωὶ διὰ τῆς παραπλησίας μὲ γκάϊδα φωνῆς του…
– Καὶ τί σᾶς εἶπε; ἐπανέλαβε τὸ Μπραϊνάκι.
Ὁ Σωτῆρος διηγήθη ἐν ὀλίγοις τὴν σκηνήν, ἐφυλάχθη μόνον νὰ μὴ ἀναφέρῃ τι περὶ τῆς ἐρωτικῆς ἐπιστολῆς.
– Μᾶς εἶπεν ὅτι καίεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ σένα.
Ἐκάγχασαν καὶ οἱ τρεῖς.
– Καὶ μᾶς εἶπε νὰ τοῦ στείλης καὶ σημάδι, προσέθηκεν ὁ Σωτῆρος.
– Σημάδι; Γουού!
Καὶ εἶτα ἐπανέλαβε:
– Σημάδι ἔχει ἀπ᾿ τὸ θεό, καὶ σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.
Ἠνίσσετο τὴν βλάβην, ἣν εἶχεν ἐκ γενετῆς ὁ Ἐλόγου του εἰς τὸν ἀριστερὸν ὀφθαλμόν.
Καὶ πάλιν προσέθηκε μὲ τόσην χάριν, ὥστε δὲν ἐφαίνετο κἂν τὸ χυδαῖον τῆς εἰκόνος:
– Δὲν ἔχω δῶ τὸ γάϊδαρό μου νὰ βγάλω καμπόσαις τρίχες ἀπ᾿ τὴν οὐρά του, νὰ τοῦ στείλω σημάδι.