Ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ, καθὼς ἐμέλλομεν νὰ κατηφορίσωμεν πρὸς τὴν βορειοδυτικὴν  κλιτύν, ἀνάμεσα εἰς πυκνοὺς φράκτας καὶ εὐώδεις λόχμας, ὅπου ὁ δρόμος γίνεται οἰονεὶ  σκιᾶς τὶς δροσοστάλακτος καὶ ἀδιαπέραστος εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, ὁ Μῆτρος ὁ  Πρανᾶς ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ εἰς βάρος μας τὴν φοράδα του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα ἀγρὸν ὑψηλότερα,  εἰς τὴν κορυφήν, πρὸς τὸν Ἅι-Θανάση. Ἐκεῖ, καθὼς μᾶς ἀπεχαιρέτισε κ᾿ ἔφυγε, δὲν  ἐφρόντισε νὰ παραδώσῃ τὸν χαλινὸν τοῦ ζῴου εἰς χεῖρας τοῦ πατρός μου, ἀλλ᾿ ἔρριψε  τὴν ἄκρην τῆς τριχιᾶς κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, ὅπως ἔτυχεν, ἄνοιξε τὰ πόδια του τὰ ὑποδεμένα  καλὰ μὲ φασκιές, κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Ἡ φοράδα, μόλις ἠσθάνθη τὴν ἐλευθερίαν της -φαίνεται κάπου ἐγνώρισεν ὅτι πρὸς  ἐκεῖνο τὸ μέρος ἦσαν τὰ κατατόπια της- δὲν ἐκρατήθη, κ᾿ ἐπηλάλησεν εἰς τὰ τέσσαρα,  τὸν κατήφορον· κ᾿ ἐγώ, χωρὶς νὰ ἔχω τὸν χαλινὸν εἰς τὰς ἀσθενεῖς χεῖρας μου, καβάλα  στὸ σαμάρι…
Αἱ γυναῖκες ἔβαλαν τὰς φωνάς.
– Ἄχ! Παναΐα μ᾿!
– Τὸ παιδί! τὸ παιδί!
– Εἶδες, ὁ χαζός! ἄφσε κατὰ γῆς τὴν τριχιὰ κ᾿ ἔφυγε…
– Μπά! ὁ ἀθεόφοβος…
– Πώ, πώ! τὸ παιδί…
– Νά, τώρα θὰ τὸ πετάξ᾿ κάτω!
– Βαστάξ᾿, Ἀλέκο!
– Βαστάξου, παιδί μ᾿!
							
							Σελ. 12345678910111213141516