Ἔβαλα μίαν φωνήν.
– Ἔ ἔ ἔ! ῾δῶ εἶμαι· ἐλᾶτε!
Ἀλλὰ ποὺ ν᾿ ἀκουσθῇ! Ἔπρεπεν ὄρνεόν τι ἢ πελεκᾶν τῆς ἐρήμου νὰ εὑρεθῇ πρόθυμον νὰ παραλάβῃ ἐπὶ πτερύγων τὴν φωνήν μου, διὰ νὰ τὴν μεταφέρῃ ἐκεῖ κάτω ὡς κωδωνίζουσαν κλαγγήν.
Παραδόξως καὶ ἀπροσδοκήτως ἤκουσα ὡς ἠχώ τινα εἰς τὴν φωνήν μου:
– Ἀλέκο! ποῦ εἶσαι;
Ἐγνώρισα ἀμέσως τὰς φωνάς. Ἤσαν δυὸ γυναῖκες ἐκ τῆς πρωινῆς συνοδίας μας, καὶ προφανῶς ἤρχοντο πρὸς ἀναζήτησίν μου.
Δὲν ἐφαίνοντο ν᾿ ἀπέχουν πολὺ αἱ φωναί. Ἀλλὰ ψυχὴν δὲν ἔβλεπα. Εὐρίσκοντο κάτω, εἰς τὴν βρύσιν τοῦ Χαιρημονᾶ. K᾿ ἐγὼ ἤμην ἐπάνω ψηλά, πρὸς τὴν κορυφὴν τοῦ ἄλλου ρεύματος, κατὰ τὸν Μύλον τῆς Καμινίτσας, ὀνομασίαν τὴν ὁποίαν δὲν ἤξευρα τότε. Ἀδύνατον ἦτο νὰ μὲ ἴδωσιν ἐκεῖθεν ὅπου εὐρίσκοντο. Οὔτε ἤξευρα πῶς νὰ περιγράψω διὰ φωνῶν ποὺ ἤμην.
Ἐφώναξα ὅσον ἠδυνάμην.
– Ἐδῶ εἶμαι, ψηλὰ στὸ βράχο! Δὲν ξέρω ἀπὸ ποὺ νὰ κάμω… Ποῦ εἶσθε; Δὲν σᾶς βλέπω… Ἐλᾶτ᾿ ἐδῶ!
Ἤκουσα καὶ πάλιν ἀπάντησιν, ἀλλ᾿ αἱ φωναὶ ἀπεμακρύνοντο, ἀντὶ νὰ προσεγγίσουν. Αἱ γυναῖκες δὲν θὰ ἤξευραν πρὸς ποῦ νὰ μὲ ζητήσουν.
– Δὲν ἀκοῦτε;… Ἐδῶ ῾μαι!
– Τώρα!… ἐρχόμαστε!
Καὶ ἡ φωνὴ ἀπεμακρύνετο ἀκόμη. Ἀντὶ νὰ ἔλθουν, ἔφευγαν. M᾿ ἐζητοῦσαν πρὸς τὰ κάτω τοῦ Χαιρημονᾶ, ἴσως πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ αἰγιαλοῦ, ὁπότε ἐγὼ εὐρισκόμην πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ρεύματος τῆς Ζωοδόχου.