Οἱ καλόγεροι ἔχουν ἀδυναμίες σὰν κι ἐμᾶς, ἀλλὰ τρέφουν διαφορετικὰ αἰσθήματα γι’ αὐτὲς ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ συμπεριφερθεῖ ὅπως θέλει, φτάνει νὰ ‘ρθεῖ μιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ καταλάβει τί σημαίνει ἡ διαγωγή του.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει στὸν κόσμο, ἂν δὲν διαλυθεῖ σὲ δυὸ ὅμοια. Δὲν εἴμαστε παρὰ σφουγγάρια, ποὺ ὅταν βγοῦμε ἀπ’ τὴ θάλασσα ποὺ μᾶς περιέχει, χάνουμε τὴ ζωὴ καὶ τὴν αἰωνιότητα.

Ὅταν ὁ ἐπιληπτικὸς ἀπεικονίζεται σὲ ἔκσταση, βάζει τὶς παλάμες του στ’ αὐτιὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἀκούει τὴν ἁφή. Ὁ γέρος λέγεται παλίμπαις: γίνεται ξανὰ ἕνα παιδί, ὅμως χωρὶς ὑπερηφάνεια. Ξεχνάει, ἂν κι ἔχει μιὰ τεράστια μνήμη.

Ἕνα πρωὶ ποὺ διάβαζα κείμενα ἑνὸς ἀνώνυμου μοναχοῦ εἶχα, ξύπνιος, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ πεθαμένη μου μητέρα μοῦ ἔκανε ἐντριβή, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα, κάνοντας μασὰζ στὰ σπλάχνα μου.

Θυμηθεῖτε τὴ Ναυσικᾶ στὴν ἀκρογιαλιά, ὅταν βρῆκε τὸν Ὀδυσσέα. Οἱ ἄλλες κοπέλες τρομάζουν κι ἀπομακρύνονται, ὅταν τὸν βλέπουν γυμνὸ μ’ ἕνα κλαδὶ στὴ φύση του.

Ἡ παρθένος ὅμως Ναυσικᾶ τὸν συλλαμβάνει ἔτσι ὁλόκληρον, χωρὶς νὰ σκεφθεῖ τὴν ντροπὴ ἢ τὸν ἐνδεχόμενο γάμο. Τὸν βλέπει γυμνὸ καὶ δὲν φεύγει.