Αἰσθάνθηκα ὅτι γιὰ νὰ ἀναστήσω τὸν αὐτοκτονήσαντα νέον Ἀντρέα Δημακούδη τοῦ πρώτου μου βιβλίου (ποὺ εἶμαι ἐγώ), ἔπρεπε νὰ προσευχηθῶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα γιὰ νὰ μὲ δώκουν Ζωή.

Ἔπρεπε, γιατί ὁ Βαφόπουλος μὲ συνάντησε μιὰ μέρα στὸ νεκροταφεῖο καὶ μ’ ἔβρισε: «Σὲ βλέπουμε ζωντανότατο. Ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτοκτονεῖς στὰ βιβλία σου, ἀπὸ τὴν ἄλλη κόβεις βόλτες».

Δὲν πιστεύω σὲ κανενὸς εἴδους ἰδέα. Οἱ ἰδέες προφέρονται στὸ ἐξωτερικὸ ἀηδίες (ideas). Εἶμαι [ὅμως] πραγματιστής, ὄχι ὑλιστής. Ἐπανέρχομαι στὴν τῶν πραγμάτων ἀλήθειαν.

Μοῦ ἀρέσουνε οἱ αἰσθηματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ξεχνᾶνε τὸν ἑαυτό τους ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης ποὺ παρέχουν. Καὶ τὰ πράγματα πρέπει νὰ τ’ ἀρνηθεῖς γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσεις.

Ἂς μιλήσουμε καὶ λίγο σόκιν: πρᾶμα λέμε τὸ αἰδοῖον. Ἅμα τό ‘χεις, εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς γιὰ ἕναν ἀγρὸ καὶ τὶς περιπέτειες τῆς καλλιέργειάς του. Ὅταν δὲν τό ‘χεις, ἡ λαχτάρα σοῦ δίνει μιὰν ἄλλη ἀντίληψη, πιὸ μόνιμη.

Γι’ αὐτὸ ἦταν παρθένος ἡ Παναγία, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὰ λόγια καὶ νὰ μὴ γίνει μιὰ νοικοκυρὰ τῆς σειρᾶς. Πῶς θὰ μποροῦσε ἡ Ἀριάδνη νὰ βοηθήσει τὸν Θησέα, ἂν δὲν ἦταν παρθένος;