Εἴμαστε κονιορτός. Σὰν τὴν Ἰνδιάνα ποὺ σκότωσε τελευταῖα τὸ κοριτσάκι της ἢ σὰν τὴν ἄλλη ποὺ ἀποθήκευσε τὸ παιδί της στὸ ψυγεῖο. Καὶ βγῆκε ἡ Μποβουὰρ νὰ πεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει τὸ αἴσθημα τῆς μητρότητας.
Γιὰ νὰ πειστοῦμε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς Μποβουάρ, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μετρήσουμε τὸν ὄγκο ἀπὸ τὰ βρακόπανά της ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ ἔζησε.
Τὸ πρόσωπό μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ μᾶς ἑνώνει ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς. Τὴν ἀρνηθήκαμε, ὅπως ἀρνηθήκαμε τὸν Καποδίστρια καὶ τὸν Κολοκοτρώνη.
Πιστεύω ὅτι ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἦταν σημαντική, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ποὺ μεταφυτεύτηκε ἔτσι αὐτούσια στὸ κράτος μας, χωρὶς νὰ δικαιωθεῖ ἡ συνεχὴς ἐπανάσταση τῶν μορίων τῆς ὕλης καὶ ἡ ἰδανικὴ ἰσοπολιτεία ποὺ ἐπικαλεῖται.
Δίνοντας ἀντιπαροχὴ ὅμως μιὰ παλιοκαλύβα, χτίζεται μιὰ πολυκατοικία. Ἔτσι κατοικῶ σὲ ζεστὸ σπίτι, ἀποκαθιστῶ τὴν κόρη μου καὶ τρώγω ψωμί. Πῶς θὰ κατηγορήσω τὸ μπετόν;
Ὅλα εἶναι δεκτά, ὅταν δικαιολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη — ἀκόμα καὶ τὴ σχετικὴ ἐκμετάλλευση τῶν ἀρχιτεκτόνων. Ἄλλωστε, αὐτὸ εἶναι τὸ ἑλληνικὸ ταλέντο: νὰ χτίζουμε ἢ νὰ ὑποσχόμαστε σπίτια.