Ἐνῶ ὁλόκληρος ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος βαπτιζόταν γινόμενος ὄχι ‘μεσαιωνικός,’ ἀλλὰ νέος, σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή (ἡ Δύση ἵδρυσε τὴν Κωνσταντινούπολη ὡς νέα Ρώμη), μόνο στὸ Βυζάντιο ἡ νεότητα παρέμεινε τέτοια. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ παπισμοῦ νὰ παιδαγωγήσει τὰ ἔθνη τῆς εὐθύνης του, ἡ Δύση ἀντὶ γιὰ νέο καταλάβαινε τὸν ἑαυτό της ‘μεσαιωνικό,’ ἀνάξιο νὰ παραμένει στὴν ὕπαρξη καὶ στὴν ἴδια τὴν ἱστορία, παροδικὸ καὶ ‘σκοτεινό,’ ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ‘διαφωτισμένη’ καὶ κατ’ οὐσίαν νεοσυγκρητιστικὴ κατάστασή της.

Ἡ Δύση ἀνακάλυψε στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα τὴν δυνατότητα, καιρὸ νὰ διαμορφώσει τὴν ψυχή της, νὰ θέσει τὰ δικά της ἐρωτήματα μὲ τὸν δικό της τρόπο, νὰ κερδίσει τὴν ἐλευθερία της. Νομίζω ὅτι ὁ μόνος λαὸς ποὺ εἶχε προετοιμαστεῖ γιὰ τὴν βάπτισή του ἦταν οἱ Ἕλληνες, καὶ κάθε λαὸς ποὺ ἐνδέχεται νὰ βαπτιστεῖ ἀληθινά, χρειάζεται προηγουμένως ἐσωτερικὴ δική του προετοιμασία — δοκιμασία, κίνδυνο, ἔξοδο ἀπὸ κάθε βεβαιότητα ὁποιαδήποτε, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες.

Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα