Ἡ συνάντηση χριστιανικῆς καὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς πνευματικότητας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸ βυζαντινὸ πνεῦμα, ἂν καὶ συμβαίνει ἤδη τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἑδραιώνεται πολιτικὰ στὴν Αὐτοκρατορία στὶς ἀρχὲς τοῦ τέταρτου αἰώνα, ὅπου εἶναι σωστὸ νὰ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀρχὴ τοῦ Βυζαντίου, ἑστιάζοντας συμβολικὰ στὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς νέας, δηλαδὴ χριστιανικῆς, Ρώμης, μόνης πρωτεύουσας τὴν χιλιετία ποὺ ἀκολούθησε, στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τραγικὰ ταυτιζόμενης μὲ τὴν Αὐτοκρατορία.

*

Μιλοῦμε γιὰ μεσαιωνικὴ περίοδο ἀναφερόμενοι συνήθως στὴν δυτικὴ Εὐρώπη, κάποτε ὅμως καὶ στὴν βυζαντινὴ Ἀνατολή. Οἱ ἄνθρωποι τότε δὲν καταλάβαιναν τὸν πολιτισμό τους ‘μεσαι¬ωνικό.’ Ὁ Ἑλληνισμὸς ἀκόμη σήμερα δὲν καταλαβαίνει στὴν Αὐτοκρατορία τῆς ΚΠολης ἐνδιάμεση παροδικότητα, ἁπλῶς, καὶ μᾶλλον κακῶς, παρεμβαλλόμενη ἀνάμεσα στὸ παρὸν καὶ τοὺς Ἀρχαίους. Ὄχι μόνο δὲν πέθανε τὸ 1922, ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν καὶ ἐν γένει τὸ Βυζάντιο ἀποτελεῖ πηγὴ ζωῆς, σημαίνοντας λαμπρότητα ἱερὴ καὶ κοσμική, θεμελίωση καὶ μαζὶ ἀποκορύφωση τοῦ παρόντος, ἐφόσον τὸ κέντρο βρίσκεται στοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ Θεολόγους. Συγκρίνοντας μὲ τὸ Βυζάντιο δὲν ἀναγνωρίζουμε πρόβλημα ποὺ εὐχάριστα προσπεράσαμε, ἀλλὰ ἕνα καλύτερο ἑαυτό, ἀνώτερη καὶ ὄχι ‘σκοτεινὴ’ κατάσταση.