Ὅσο μπορεῖτε, αὐτὸ νὰ κοιτάξετε. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐργασία ποὺ πρέπει νὰ κάνετε. Καὶ ἄσκηση ἂν κάνετε, δὲν ὠφελεῖ, γιατί, ἂν κανεὶς δὲν κάνη αὐτὴν τὴν ἐργασία, δουλεύει σὲ ἄλλη συχνότητα ἀπὸ τὴν συχνότητα τοῦ Θεοῦ. Πᾶνε ὅλα μετὰ χαμένα, καὶ οἱ μετάνοιες καὶ οἱ νηστεῖες… Δὲν λέω αὐτὰ νὰ μὴ γίνωνται, ἀλλὰ νὰ μὴ νομίζη κανεὶς ὅτι, ἐπειδὴ κάνει ἐκεῖνο, ἐκεῖνο…, εἶναι ἐντάξει!

Δίκαιος κατὰ κόσμον εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κρίνει μὲ βάση τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο. Τὸ τέλειο ὅμως εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι δίκαιος ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀλλὰ μὲ τὴν θεία δικαιοσύνη, καὶ τότε τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός. Ὅταν στὶς ἐνέργειές μου δὲν βάζω ποτὲ τὸ ἐγὼ καὶ τὸ συμφέρον μου, ἐκβιάζω, μπορῶ νὰ πῶ, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ στείλη τὴν θεία Χάρη.

Ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ τέλεια, ἔχει πάντα ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Καὶ ὅσο ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, τὸ Πνεῦμα προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποβάλη ὡς ξένο σῶμα, καὶ ὁ ἄνθρωπος παλεύει μὲ ἀνεβοκατεβάσματα καὶ κουράζεται ψυχικά. Ὅταν ἀποκτήση τὴν θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἔρχεται τὸ λαμπικάρισμα καὶ ὁ θεῖος φωτισμός.

Γνώρισα κάποιον ποὺ ἐκκλησιαζόταν τακτικά, νήστευε κ.λπ. καὶ εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι ζοῦσε πνευματικά. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ εἶχε πέντε διαμερίσματα, δύο μισθούς, παιδιὰ δὲν εἶχε, δὲν ἔδινε δραχμὴ σὲ ἕναν φτωχό. «Καλά, τοῦ εἶπα, ἔχεις τόσους φτωχοὺς συγγενεῖς, γιατί δὲν τοὺς δίνεις κάτι; Τί θὰ τὰ κάνης; Δῶσε σὲ χῆρες, σὲ ὀρφανά». Καὶ ξέρετε τί μοῦ εἶπε; «Καλά, νὰ μὴν παίρνω ἐνοίκιο ἀπὸ τὴν χήρα ἀδελφή μου;». Ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι μου, ὅταν τὸ ἄκουσα. Νά, αὐτὴ εἶναι ἡ κοσμικὴ δικαιοσύνη!