Ἦταν κάποιος λ.χ. στὴν τράπεζα; Κοιτοῦσε νὰ φάη αὐτὸς λιγώτερο, γιὰ νὰ μείνη τὸ περισσότερο γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ ἀδύνατος νὰ ἦταν ὁ ἴδιος, δὲν τὸ λάμβανε ὑπ᾿ ὄψιν. Οὔτε ἐξέταζε τί ἦταν ὁ ἄλλος. Ἔκανε θυσία. Οὔτε ἔβαζε τὴν κρίση του νὰ πῆ: «Θὰ τοῦ κάνη κακό, ἂν φάη περισσότερο»…
Μόνον ὁ κόπος τῶν ζώων πάει χαμένος. Καὶ αὐτὰ τὰ καημένα, παρόλο ποὺ ἐξ αἰτίας μας ταλαιπωροῦνται – μετὰ τὴν παράβαση τῶν Πρωτοπλάστων ἡ φύση συστενάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο –, θυσιάζονται γιὰ μᾶς!
Εἶναι φοβερό! Βλέπετε, τὰ ἄγρια ζῶα, ὅταν τραυματίζωνται ἀπὸ τοὺς κυνηγούς, τί τραβᾶνε! Σακατεμένα, μὲ σπασμένα πόδια, νὰ μὴν μποροῦν νὰ τρέξουν, νὰ τὰ ξεκοιλιάζουν τὰ μεγάλα ζῶα, νὰ τὰ τρῶνε, καὶ νὰ μὴν ἔχουν καμμιὰ ἀνταμοιβή!
Ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν τὰ καταλαβαίνη αὐτά, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ μυαλό, γιὰ νὰ τὸ δουλεύη σωστὰ καὶ νὰ βρῆ τὸν δρόμο του. Ἐγὼ δὲν λέω τώρα νὰ σκοτώνεστε στὴν κούραση, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη φιλότιμο.
Ὅταν κοιτάζης πῶς νὰ ἀναπαύσης τὸν ἄλλον καὶ ἀφήνης τὸν ἑαυτό σου ἐν λευκῷ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, δὲν κουράζεσαι. Καὶ ἂν κουρασθῆς καὶ πῆς ὅτι κουράστηκες, πάει, τὸ ἔχασες. Τί, θὰ σὲ πληρώση ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν κακομοιριά; Μπάτσο θὰ σοῦ δώση.