Τὸ ὁμολογοῦν ἢ ὄχι, ὅσοι ἀκολουθοῦν τὴν ἄποψη αὐτὴ ἑρμηνεύουν τὰ ἔθνη ὡς συγκυριακὲς πραγματικότητες χωρὶς οὐσιώδη ἀξία. Ἂν ὅμως τὰ ἔθνη ὡς ἔθνη ἔχουν οὐσιώδη πραγματικότητα καὶ σπουδαιότητα, ἡ κατάργησή τους θὰ σημάνει (τοὐλάχιστον) ἀναπηρία γιὰ τοὺς λαοὺς στὸν βαθμὸ ἀκριβῶς τῆς μεταξύ τους ἑνώσεως, ἀναδεικνύοντας ἔτσι στὴν ἕνωση τῆς Εὐρώπης μιὰ ἐν μέρει ἢ καὶ τελείως ἀρνητικὴ προοπτική.

Εἶναι τὰ ἔθνη κάτι ἐκ φύσεως παρωχημένο, ποὺ μποροῦμε ἢ ἐπιβάλλεται νὰ προσπεράσουμε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα; Ἐπειδὴ πολλὲς παρεξηγήσεις προέρχονται ἀπὸ ἀσυμφωνία στοὺς ὁρισμούς, ἂς δοῦμε τί ἐννοοῦμε ὡς ἔθνος.

Ἂν ἔθνος εἶναι ὁ φορέας μιᾶς πολιτισμικῆς παράδοσης καὶ ἂν αὐτὸ θεωροῦν παρωχημένο ὅσοι τὸ θεωροῦν, δὲν θὰ ἀσχοληθῶ.

Ἐξυπακούεται ὅτι τὸ ἔθνος ὡς γλωσσικὴ ἑνότητα ἀνήκει σὲ καὶ θεμελιώνει τὴν προηγούμενη περίπτωση, ὥστε οὔτε αὐτὸ μὲ ἐνδιαφέρει.

Τὸ ἔθνος ὡς ἱστορικὴ μνήμη ἑνὸς λαοῦ, ἐπίσης δὲν εἶναι κάτι ποὺ συζητεῖται, ὄχι ἀπὸ ἐμένα πάντως.

Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ ἀξιώνει ἴσως νὰ τὴν σκεφτοῦμε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἁπλὴ ἀνοησία, εἶναι τὸ ἔθνος ὡς πολιτικὴ αὐτόνομη ὀντότητα, καὶ τότε ἔχει κανεὶς νὰ ὑπολογίσει κατὰ πόσον ὁ πολιτισμὸς μιᾶς γλώσσας καὶ ἱστορίας χρειάζεται ἢ δὲν χρειάζεται πολιτικὴ αὐτονομία.