Ἀκόμη κι ἂν ἡ αὐτονομία δὲν εἶναι ἀπαραίτητη, ὅπως ἀποδεικνύεται ἄλλωστε ἀπὸ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ καιροὺς ὑποδούλωσης, χρειάζεται νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ἂν ἡ ἔννοια ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι ἐκείνη τῆς ὑποδούλωσης, ἢ ἀλλιῶς ὑπὸ ποιὲς προϋποθέσεις καὶ ὣς ποιὸ βαθμὸ ἕνα ἔθνος θὰ παραχωροῦσε οἰκειοθελῶς τὴν αὐτοδιάθεσή του.

Γιὰ νὰ παραχωρήσει μιὰ πολιτισμικὴ ἑνότητα ἐξουσίες χρειάζεται νὰ ἀναγνωρίζει στὸν νέο φορέα ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ βαθύτερη πολιτισμικὴ συγγένεια, ἀλλιῶς ἡ ἀπώλεια τῆς ἐξουσίας σημαίνει ὑποδούλωση, ἂν δὲν εἶναι οἰκειοθελής, ἢ αὐτοπεριφρόνηση, ἂν εἶναι οἰκειοθελής. Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ὅμως εἶναι καταδικασμένη εἴτε προϋποθέτει αἰσθήματα ὑποδούλωσης εἴτε αὐτοπεριφρόνησης τῶν λαῶν της.

Συνεπῶς μόνη περίπτωση νὰ σταθεῖ, ἐνόσῳ ἀπορροφᾶ ἐξουσίες ἀπὸ τὸ ἔθνος, εἶναι ἂν συνιστᾶ κάτι ἀκόμα πιὸ ‘ἐθνικὸ’ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔθνος, δηλαδὴ ἂν γιὰ κάθε ἔθνος ποὺ συμμετέχει, ἡ ἴδια ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι μιὰ ἀκόμη πιὸ οἰ­κεία, ταιριαστὴ καὶ ἐπιθυμητὴ ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ πραγματικότητα. Εἶναι δυνατὸ γιὰ ἕναν Γάλλο καὶ γιὰ ἕναν Γερμανὸ νὰ νοιώσουν τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση πιὸ γαλλικὴ ἀπὸ τὴν Γαλλία καὶ ταυτοχρόνως πιὸ γερμανικὴ ἀπὸ τὴν Γερμανία;