Η ΑΦΟΣΙΩΣΗ τοῦ ἑλληνισμοῦ στὸ Εὐαγγέλιο ἐπὶ δύο χιλιετίες, ὁπωσδήποτε ἂν ἐξηγηθεῖ καὶ ἀξιολογηθεῖ, σημαίνει τοὐλάχιστον ὅτι ὅσο περισσότερο πιστεύει κανεὶς στὸν Χριστό, τόσο μεγαλώνουν οἱ δυνατότητές του πραγματικῆς κατανοήσεως τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Οὔτε τὰ χριστιανικὰ γράμματα εἶναι δυνατὸ νὰ κατανοηθοῦν καὶ ἐκτιμηθοῦν σωστὰ χωρὶς τὰ ἑλληνικά, οὔτε τὰ ἑλληνικὰ χωρὶς τὰ χριστιανικά, σύμφωνα μὲ τὸν Βιλαμόβιτς,[3] ὅμως γιὰ νὰ συμβεῖ ἡ ἐκτίμηση αὐτὴ καὶ νὰ ἔχει ἀντίκρυσμα ζωῆς, δὲν ἀρκεῖ μελέτη γραμμάτων.

Ὑπάρχουν ἱστορίες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας γενικὲς καὶ εἰδικές, καλύτερες ἢ χειρότερες, ὅλες ὅσες γνωρίζω, στὸ κρίσιμο τελείως ἄχρηστες: κρίσιμος εἶναι ὁ Λόγος τῆς ἔρευνας, ἑπομένως σὲ ὅποιο βαθμὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἐπαφὴ μὲ τὸν Λόγο μέσα ἀπὸ κείμενο, χρειάζεται ἡ ἀνάγνωση ὅσο τὸ κείμενο νὰ ἔχουν πηγάσει ἀπὸ τὸν Ἴδιο — πολύ πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐπιχειρημάτων: στὸν Θωμᾶ ἀνακοινώνεται ὅτι κινδυνεύει νὰ διαλέγει μιὰ κατώτερη ζωή, ὅτι μακαριότητα βιώνουν μόνο οἱ μή ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες,[4] καὶ ὁ Ἡράκλειτος εἰδοποιεῖ πὼς ἡ πολυμάθεια δὲν σοῦ μαθαίνει νὰ ἔχεις νοῦ.[5] Ἔστω μία μόνο λέξη περιττεύει, ὅσο δὲν ζῶ στὸ νόημά της, ἢ ἂν τὸ νόημά της δὲν εἶναι ζωή: “πίστη εἶναι αὐτὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες ὀνομάζανε θεία μανία”, ἐξηγεῖ ὁ Κίρκεγκωρ, “δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ πνευματώδης παρατήρηση, ἀλλὰ κάτι ποὺ γίνεται κατευθείαν νὰ ἐκτελεστεῖ”.[6]